Το ημερολόγιο γράφει Κυριακή(*) 30 Μάρτη 1952. Ωρα 3 τα χαράματα
Στις φυλακές της Καλλιθέας επικρατεί νεκρική σιγή. Ακούγονται τα βαριά βήματα του δεσμοφύλακα. Φτάνει στο κελί του Νίκου Μπελογιάννη.
Το ξεκλειδώνει, τον ξυπνάει. Δίπλα του στέκει, όπως ένα μακάβριο φάντασμα, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλης. Διαβάζει στον Μπελογιάννη την απόφαση να τον οδηγήσουν μαζί με τους συγκρατούμενούς του Ν. Καλούμενο, Η. Αργυριάδη και Δ. Μπάτση, στην εκτέλεση. Στις 3 και 20 η φάλαγγα βγήκε από τις πόρτες των φυλακών κατευθυνόμενη με δαιμονισμένη ταχύτητα προς το «συνήθη τόπο των εκτελέσεων», το Γουδί.
Το απόσπασμα παρατάσσεται με τα όπλα «επί σκοπόν». Είναι σκοτάδι ακόμα. Οι αρχιδήμιοι στρέφουν τους προβολείς των αυτοκινήτων στα πρόσωπα των μελλοθανάτων. Ωρα 4 και 12 λεπτά. Ακούγονται οι δολοφονικές ομοβροντίες. Το έγκλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα ολοκληρώθηκε.
Οι εφημερίδες θα γράψουν, ότι ο Μπελογιάννης είχε ακούσει ήρεμος μ' ένα πικρό χαμόγελο, την καταδίκη του σε θάνατο, αποχαιρέτησε τους συγκρατουμένους του στις φυλακές και μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια. Ζητωκραύγασε για το ΚΚΕ και έπεσε από τις σφαίρες του αποσπάσματος. Ηταν 37 χρόνων.
Στους Μπελογιάννηδες
(Κώστας Βάρναλης)
Χαραυγή κατεπάνω του θανάτου
βάδιζεν η καρδιά σου, Παλικάρι,
λες κι ήταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει
ν’ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.
Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου,
το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει.
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα,
η προδοσιά χορεύοντας σε φτυούσε.
Με χέρι’ αλυσωμένα, που αγαπούσαν
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι
και γαρούφαλο για το μαύρο Νόμο,
σε βάλανε σημάδ’ οι πλερωμένοι,
οι αρματολόγοι το χεροδεμένο,
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες,
οι τρίδουλοι το λεύτερο κι η λάσπη
τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα!
Δεν έχεις τάφο, αλλ’ όπου ηλιοβολιέται
γαρούφαλο στητό κι όπου βροντάει
καριοφίλι της λευτεριάς, ολόρθον
η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης.
Δεν έχεις κι όνομα. Οι μαύροι το μαυρίσαν.
Μα το λένε στη ρεματιά τ’ αηδόνια,
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες.
Μην κλαίτε, μάνες μαυρομαντηλούσες
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων!
Όπου να ’ναι, θα τον νεκραναστήσει
μέγας λαός κι αυτός αναστημένος.
|
(*) Κυριακές και νύχτα ποτέ δεν γινότανε εκτελέσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου