Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Τα Δουδικάμερα (*)

Μέρες αξέχαστες των παιδικών μας χρόνων.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν γουρούνια. Την Άνοιξη τα αγόραζαν από μικρά (γκρουτζιλούδια). Όλο το καλοκαίρι τα τάιζαν λάχανα, άγρια χόρτα και τζίρου, που τον παίρναμε απού του ματσιό (τυροκομείο). Μας τον έδινε η μάτσιους (τυροκόμος). Από το Φθινόπωρο μέχρι να τα σφάξουν τα τάιζαν καλαμπόκι και ριμουλάζ, για να παχύνουν. Όταν τα σφάζανε, γινόταν σωστό πανηγύρι. Άρχιζαν το φαγοπότι με το συκώτι και συνέχιζαν τρώγοντας και πίνοντας με τη διαδικασία της τακτοποίησης του γουρουνιού. Η νοικοκυρά το θυμιάτιζε και έριχνε τα κάρβουνα μέσα στο αυτί του για να μην το μαγαρίσουν οι καρκατζαλοί. Όλο το δωδεκάμερο θυμιάτιζε το σπίτι να μη ζυγώνουν τα καταραμένα. Αν ήταν μεγάλο, το έγδερναν και το δέρμα, όπως ήταν με τις τρίχες, το έκαναν γρουνουτσάρχα που τα κατασκεύαζαν μόνοι τους και τα φορούσαν στις καλοκαιρινές δουλειές. Άν ήταν μικρά, μέχρι τριάντα οκάδες, τα καθάριζαν από τις τρίχες (τα έγδερναν) και την πέτσα την αλάτιζαν και την μαγείρευαν με διάφορους τρόπους. Επίσης αλάτιζαν τα κόκκαλα και τα μαγείρευαν με μπλιγκούρια, με όσπρια με ρύζι και με άλλα . ΄Ελειωναν τη λίγδα, αλάτιζαν παστό, έκαναν καβουρμά, Η δική μας η χαρά ήταν να πάρουμε τη φούσκα και να τη χαιρόμαστε για πολλές μέρες. Τη φούσκα την έπαιρνε όποιος είχε καλή μάνα!!!....




Τα χρωματιστά μπαλόνια για μας ήταν άγνωστα. Το βράδυ των Χριστουγέννων βάζαμε στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, για να ζεστάνουμε το Χριστό και τρώγαμε καρύδια με το μέλι να τον γλυκάνουμε. Τη νύχτα των Χριστουγέννων, μετά τη θεία λειτουργία, μας περίμενε στο σπίτι η κοτόσουπα (τσιουρβάς), για να είναι ελαφρύ το στομάχι μας μετά από σαράντα μέρες νηστεία. Από τη δεύτερη μέρα βάζανε μπρος το γουρούνι. Οι γειτονιές μοσχοβολούσαν τηγανητό ψητό, τον κιμά τον κάνανε στο ειδικό ξύλο που ήταν από κορμό δέντρου και τον κοπάνιζαν με έναν μικρό τσεκούρι (του τσκουρούδ) που ήταν ειδικό γι’ αυτή τη δουλειά. Με τον ίδιο τρόπο έκαναν και τον κιμά για τα λουκάνικα. Τα κρεμούσαν ψηλά (στ΄βασταγαριά) και περιμέναμε να έρθει ο παπάς την παραμονή των Φώτων να τα φωτίσει και μετά να τα δοκιμάσουμε, γιατί αλλιώς θα μας έτρωγαν οι καρκατζαλοί. ΄Ολες τις μέρες οι νοικοκυρές είχαν αυτή την απασχόληση. ΄Ηξεραν από πού θα κόψουν του σουκάι, που ήταν ειδικό για μπριτζιόλες. ΄Ενα μέρος από το λαιμό το λέγανε αητό, ήταν για σούπα που την τρώγαμε την πρωτοχρονιά. Την πρωτοχρονιά έκαναν και την τζγαρόπτα με το άσπρο το συκώτι (τζγέρ). Βάζανε το νόμισμα και το σταυρό, που τον κάνανε από κλωνάρι ελιάς. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ κόβανε φύλλα ελιάς και σε μια άκρη της γωνιάς που έκαιγε, σάλιωναν τα φύλλα και ρίχνοντάς τα έκαναν μια ευχή. Αν ήταν να πραγματοποιηθεί η ευχή, το φύλλο στριφογύριζε, αν όχι, το φύλλο καιγότανε. Ο Αη Βασίλης δεν ήταν για μας ο ασπρομάλλης αρχοντόγερος με τα ακριβά κόκκινα ρούχα και τη σακούλα με τα πλούσια δώρα. Για μας ο Αη Βασίλης ήταν ένας αγαθός γέρος, ταπεινός, που είχε ζευγάρι καλό κ’ ευλογημένο, γιατί το βλόγησε ο Χριστός και οι δώδεκα Απόστολοι. Γι αυτό την Πρωτοχρονιά στις βρύσες οι γούρνες ήταν γεμάτες δημητριακά. Πήγαιναν πολύ πρωί οι αγρότες και τα έριχναν για να έχουν καλή σοδειά. Το πρωί τα παιδιά έπαιρναν ένα κλωνάρι ελιάς και πήγαιναν στους συγγενείς, χτυπούσαν τις πόρτες και έλεγαν «Θειά θειά κόλντα όσου να βαρεί η πόρτα, να βαρεί κι του μιτάξ. Χρόνους πολλούς κι η Αη Βασίλς». Μετά την εκκλησία τα αγόρια έπαιρναν τη σούβλα και γύριζαν στα σπίτια . Η σούβλα γέμιζε λουκάνικα και παστό, ενώ έψαλλαν τα κάλαντα. «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι. Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε. Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις. Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω. Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις. Εγώ γράμματα μάθαινα τραγούδια δεν ηξέρω. Κι αν ηξέρεις γράμματα πες μας την αλφαβήτα. Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα και το ραβδί ήταν ξερό κι απόληκε κλωνάρια, κλωνάρια χρυσοκλώναρα και χρυσοπλουμισμένα. Σ΄αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει». Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έκαναν τη μικρή καμήλα.



Την παραμονή των Φώτων περνούσε ο παπάς από όλα τα σπίτια με τον Αγιασμό (στου μπακρατσούδ’) και άγιαζε τα σπίτια. Οι καρκατζαλοί έφευγαν «φεύγητι να φεύγουμι έρχιτι η ζουρλόπαπας μι του ζουρλουμπάκρατσο να μας φουτίσ΄ του κώλου μας». Την ημέρα των Φώτων τα παιδιά γυρνούσαν και έψαλλαν «Σήμιρα τα Φώτα κι οι Φωτισμοί και χαρά μεγάλη κι αγιασμοί. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται κυρά μας η Παναγιά , όργανο βαστάει κερί και τον ΑηΓιάννη παρακαλεί. Αη Γιάννη Πρόδρομε βαπτιστά βάπτισον και μένα θεού παιδί, να αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά ν΄αγιαστεί κι αφέντης με την κυρά. Κάλημερά, κάλησπερα, κάλη σου μέρα αφέντη με την κυρά». Στην εκκλησία μετά τον αγιασμό παίρναμε το πορτοκάλι από το παγκάρι και μετά ακολουθούσαμε τη γνωστή καμήλα. Ήταν η μεγάλη καμήλα. ΄Ολα τα σπίτια ήταν διπλομανταλωμένα, γιατί οι τζιαμαλαροί είχαν το ελεύθερο να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και να ρημάζουν τα λουκάνικα. Σκαρφάλωναν κι από τα μπαλκόνια. Έτσι ήταν τότε το έθιμο. Μια φορά σκαρφάλωσαν από ένα μπαλκόνι, κι όπως είχε η θεια το τηγάνι γεμάτο το άδειασαν στου κουπαράν’ που φουρούσαν. Όταν πήγαν να φύγουν αρπάζει ο μπάρμπας το τηγάνι, άδειο, και τους το κοπανάει στο κεφάλι φωνάζοντας «τ΄κιαρατά οι γιοι», όμως ή τγανιά είχε κάνει φτερά. Την άλλη μέρα , τ΄ Αη Γιαννιού γλεντούσε όλο το χωριό. Η γνωστή νύφη κι ο γαμπρός γύριζαν στα σπίτια καλοδεχούμενοι. Τους κερνούσαν, τους έδιναν και το φιλοδώρημα. Εν τω μεταξύ τα νταούλια χαλούσαν τον κόσμο στου παζάρ’. «Πόψι μας κλέψαν τη Μανιώ τρεις τούρκοι αρβανιτάδες αμάν αμάν γκιουζέλ Μανιώ. Την πήραν και την πάειναν σε τουρκομαχαλάδες αμάν αμάν γκιουζέλ Μανιώ. Μανιώ μου το φακιόλι σου μην το πολυστραβώνεις αμάν αμάν κλπ». Τα Φώτα τρώγαμε τα πατσιά.
Κατίνα Ματσούκη-Κουμποτή
(*) Από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: