Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Στὸν τάφο τοῦ Ἐπονίτη (*)

Ἐπέταξα τὴ σάκα μου καὶ τρέχω μὲ τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Ἀδερφέ, τὸ μάτι δὲν μὲ πιάνει.
Στὴ μάχη ὅμως κουβάλησα χιλιάδες τὰ φουσέκια
κι ἀκόμα μ᾿ εἶδαν Γερμανοὺς νὰ στρώνω στὸ ρουμάνι.
Στὴ γειτονιὰ μὲ ξέχασε τὸ τόπι, τὸ ξυλίκι.
Καὶ μοναχὰ ποὺ πέρναγα μὲ τὸ χωνὶ στὸ στόμα.
Παιδί! Μὰ μὲ λογάριασαν οἱ λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο τὸ κουράγιο μου. Καὶ ποῦ νὰ δεῖς ἀκόμα.
Μία μέρα μᾶς μπλοκάρανε. Δυὸ ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ σαράντα.
Σφαίρα τὴ βρῆκε τὴν καρδιὰ πού ῾μοιαζε μὲ γρανίτη.
Σὲ μία γωνιὰ μὲ θάψανε χωρὶς ἀνθούς, μὰ πάντα
Σὰ ρόδο θὰ μοσκοβολάει ὁ τάφος τοῦ Ἐπονίτη.


* Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Νέα Γενιά»
χρόνος 3ος, ἀρ. φύλλου 51, 15 Ἰουνίου 1945.
Τὸ ποίημα βρέθηκε καθ᾿ ὑπόδειξη τοῦ Γιώργου Ζεβελάκη.


(*)ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΑΔΙΑΣ:
  Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1910. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών. Την περίοδο αυτή άρχιζε να δημοσιεύει και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943»(**) ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» και το ποίημα «Αντίσταση»(***). Ο Νίκος Καββαδίας ανέλαβε για ένα διάστημα επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών μέχρι που μπάρκαρε πάλι, ενώ το 1946, μαζί με άλλους διανοούμενους, υπέγραψε διαμαρτυρία κατά του Γ΄ Ψηφίσματος που ήταν ο «θεμέλιος λίθος» του αντικομμουνιστικού οργίου. Λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική», όπου αφιέρωσε και το ποίημά του «Σπουδαστές». Στη διάρκεια της δικτατορίας αξιοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις.

(**)Ἀθήνα 1943

Οἱ δρόμοι κόκκινες γιομάτοι ἐπιγραφὲς
τρανὰ τὴν ὥρα διαλαλοῦν τὴν ὁρισμένη.
Ἀγέρας πνέει βορεινὸς ἀπ᾿ τὶς κορφὲς
κι ἀργοσαλεύουνε στὰ πάρκα οἱ κρεμασμένοι.

Μὲς στὴν Ἀθήνα ὅλα τὰ πρόσωπα βουβὰ
καὶ περπατᾶν ἀργὰ στοὺς δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ὡς τὶς ἑφτὰ ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ «Σιστὰς Μοσκβὰ»
καὶ στὶς ὀχτὼ (βαλ᾿ τὸ σιγὰ) «Ἐδῶ Λονδίνο».

Φύσα ταχιὰ σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραῖγο μου κατρακύλα ἀπ᾿ τὴν Κριμαία.
Κατὰ τετράδας πᾶν στὸ δρόμο οἱ γερμανοὶ
κάτου ἀπὸ μαύρη, κακορίζικη σημαία.

Μήνα τὸ μήνα καὶ πληθαίνουν οἱ πιστοί,
ὥρα τὴν ὥρα καὶ φουντώνει τὸ μελίσι
ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲς στοὺς δρόμους θ᾿ ἀκουστεῖ
ἡ μουσικὴ ποὺ κάθε στόμα θὰ λαλήσει.

* Δημοσιεύτηκε στὸ παράνομο περιοδικὸ «Πρωτοπόροι»,
τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1943 μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἀ. Ταπεινός.

(***)Ἀντίσταση

Στὸ παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οἱ στεριές.
Πρώτη σου ἀγάπη τὰ λιμάνια σβυοῦν καὶ ἐκεῖνα.
Θάλασσα τρώει τὸ βράχο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές.
Μάτια λοξὰ καὶ τ᾿ ἀγαπᾶς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα πᾶν τὰ ἰταλικὰ στὴν Ἐρυθρά.
Πουλιὰ σὲ ἀντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στὴ νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει ἀρραβώνα στὸ δεξί σου: Ἀβησσυνία.
Σὲ κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ἰβηρική.
Ἀνάβουνε τοῦ Barriochino τὰ φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες καὶ Γραικοί.
Γκρέκο καὶ Λόρκα -Ἱσπανία καὶ Πασιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιοῦνται οἱ Γερμανοί.
Τ᾿ ἄρματα ζώνεσαι μ᾿ ἀρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι καὶ σκοινί,
Οἱ κρεμασμένοι στὰ δέντρα, μπαίγνιο τοῦ ἀνέμου.
Κι ἀπὲ Δεκέμβρη, στὴν Ἀθήνα καὶ Φωτιά.
Τοῦτο τῆς Γῆς τὸ θαλασσόδαρτο ἀγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου ἀπὸ τὸ Δρῦ καὶ τὴν Ἰτιὰ
τὸ Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἄρη.
* Δημοσιεύτηκε στὰ «Ἐλεύθερα Γράμματα» στὶς 10 Αὐγούστου 1945
στὸ φύλλο ὑπ᾿ ἀριθμὸν 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια: