Αν θ’ άλλαζα την πατρίδα μου
θα διάλεγα την Ελλάδα.
Αδελφοί μου Έλληνες,
εγώ δεν γνωρίζω τη θάλασσα, τις πόλεις σας,
τη μουσική σας, τα γράμματά σας, τη θεολογία σας.
Ξέρω όμως την ψυχή σας.
Κι η ψυχή σας ευωδιάζει από το παλτό που φοράω,
από το κασκόλ και τα γάντια που μου στείλατε
από τα παπούτσια που φοράω,
από το τετράδιο που τα μικρά μου μυστικά γράφω
με το μολύβι. Κι αυτά τα δυό δικά σας δώρα είναι.
Η ψυχή σας ευωδιάζει ψωμί.
Τα δώρα σας φθάσανε σε μένα, την Ελένη Μίσεβιτς,
που έμεινα χωρίς πατέρα, χωρίς σπίτι,
χωρίς πατρίδα, χωρίς χαρά.
Τα πάντα μου τα πήρε ο πόλεμος, αυτός ο τρισκατάρατος.
Άκουσα ότι έχετε ωραίες εκκλησίες που προσεύχεσθε στο Θεό.
Κι οι δικές μας εκκλησίες είναι όμορφες.
Γνωρίζω πως κι εσείς προσεύχεσθε με τον ίδιο τρόπο,
όπως κι εμείς:
-Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η Εκκλησία σας είναι η Εκκλησία μου.
Η προσευχή σας είναι προσευχή μου.
Η πίστη σας είναι πίστη μου.
Είναι πολύς καιρός, σχεδόν κάθε νύχτα
που ονειρεύομαι την πατρίδα μου...
Βλέπω το σπίτι μου, που πρωτοπερπάτησα.
Όμως δεν βλέπω το λιβάδι, που έπαιζα με τ’ αρνάκια.
Δεν βλέπω το πηγάδι, που η μάνα μας έβγαζε νερό.
Δεν βλέπω τη φωλιά του πουλιού στα κλαδιά του δέντρου
μπροστά στο σπίτι μας
Όλα είναι κατεστραμμένα, γκρεμισμένα....
Δεν έχω τους συμμαθητές μου, τους συνομηλίκους μου.
Δεν έχω την Ντάνιτσα, την Μίλιτσα, τον Μπόσκο, τον Στογιάν..
Τους έσφαξαν και είναι χωριστά.
Δεν ξέρω αν θα βρω ποτέ τους τάφους τους ν’ ανάψω ένα κεράκι.
Αν δεν έφευγα από την πατρίδα μου,
από την Ερζεγοβίνη μου,
θα είχαν κι εμένα σκοτώσει
και την μητέρα μου και τον αδελφό μου,
όπως σκότωσαν χιλιάδες άλλους.
Τις τους έφταιγε η Ντάνιτσα, η Μίλιτσα, ο Μπόσκο, ο Στογιάν;
Το μόνο τους φταίξιμο ήταν που λέγονταν Σέρβοι
και που ανήκαν στην ορθόδοξη πίστη.
Την πατρίδα μου την έχω στα όνειρά μου
και την Ελλάδα στην καρδιά μου.
Προσεύχομαι κάθε πρωί και κάθε βράδυ,
«Θεέ μου, δώσε στον αγαπημένο μου αδελφό λαό,
υγεία και δύναμη ν’ αντέξει κάθε πειρασμό».
Τα Χριστούγεννα τρώγοντας τα γλυκά που τους στείλατε εσείς,
με ρώταγαν τα παιδιά, που δεν πάνε ακόμα σχολείο:
«Πού είναι η Ελλάδα»;
Εγώ ξέρω ότι η Ελλάδα είναι κάπου στο Νότο,
αλλά η καρδιά μου σκίρτησε και τους απάντησα:
«Η Ελλάδα είναι στην καρδιά μου».
Αν θα άλλαζα πατρίδα, θα διάλεγα την Ελλάδα.
Γιατί ότι είναι δικό μου ανήκει σ’ αυτήν:
Η πίστη μου, η αγάπη μου, η ελπίδα μου!...
-----------------------------------------------------
(*) Της Ελένης Μίτσεβιτς.
Η Ελένη Μίτσεβιτς –όταν έγραψε αυτό το ποίημα - ήταν 14 χρόνων, από την Ερζεγοβίνη,
προσφυγόπουλο στο Βελιγράδι, και το είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ»- δημοσιεύθηκε στο φύλλο 9 (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1996)- ο πατέρας Αθανάσιος Τσιαούσης, εφημέριος τότε, στον Βατοπέδι Χαλκιδικής
Αφιερωμένο – και αυτό όπως και οι φωτογραφίες του προηγούμενου σημειώματος μου, που και εκείνες τις είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα ο παπά-Θανάσης, σ’ όλους αυτούς που κλίνουν τα μάτια τους και τα αυτιά τους στα εγκλήματα που κάνανε οι «απελευθερωτές» του Σέρβικου λαού.
"Όσο είμαστε κάθετοι στο χώμα,η φωνή μας ας υψώνεται καταγγελία,ένα κατηγορώ.Όταν έρθει η ώρα..τις εστιν συγγραφέας η μη, τότε θα κριθούμε... για το ταλέντο εκείνο που δόθηκε σε όλους μας,το ταλέντο της λαλιάς. Από του φοβερού βήματος θα μας ρωτήσουν:"Τι έκανες το τάλαντον που σου δόθηκε;Το αξιοποίησες για να καταγγείλεις αυτά που ατιμάζουν την αξία άνθρωπος;Ή φοβήθηκες τις εξουσίες του κόσμου τούτου και τις προσκύνησες και το τάλαντον το έκρυψες εν τη γη; "Α.ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (e-mail:prylhs@yahoo.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου