Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Άντί μνημοσύνου......

.....στα 'νιάμερα από τη δολοφονία του Αλέξη
Δυο ποιήματα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «ΟΙ ΕΦΤΑ ΚΥΚΛΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ»
(Διαβάζοντας τα ποιήματα , αν θέλετε, αντικαταστήστε κάποια ονόματα από μόνοι σας)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΝΣΦΑΙΡΑ ΠΥΡΑ
Επί σκοπόν! Πυρ!
Πυρ κατά βούλησιν.
Πυρ κατά μίμησιν.
Όλοι οι φτωχοί του κόσμου.
Κατάγονται απ΄ το Χάρλεμ.
Λοιπόν….. Πυρ!

Μη σας τρομάζει ο στόχος
Δεν είναι «κινητός».
Τον δέσαμε με σκοινιά-
Που τα κατεβάσαμε
απ΄ τις Ροσεδιανές κρεμάλες.
Πυρ!

Ζυγιστήτε, αραδιαστήτε! Πυρ!
Πυρ κατά το κέφι σας.
Πυρ κατά τη μέθη σας.
Προσοχή μόνο… Μην πάρουν τα σκάγια
Και κανένα φονιά.
Γιατί τότε, φίλοι, ό,τι και να κάνουμε
θάταν αδύνατο
να σας α θ ω ώ σ ο υ μ ε !

Ο ΝΤΡΟΠΑΛΟΣ ΕΦΗΒΟΣ

Αναπάντεχα μας άφησες Σταμούλη Κύρκο.
Μόλις είχαν αρχίσει να πνέουν στα μαλλιά σου
Οι πρώτοι ζέφυροι της νιότης.
Και μόλις μαντεύονταν στα χείλη σου
Το χνούδι που θα φιλούσαν τα κορίτσια
(Τώρα το φίλησαν παγωμένο
Κι ύστερα αναλύθηκαν σε λυγμούς).

Σταμούλη,
Πιστά εξετέλεσες και τούτη την εντολή.
Φρόνιμα κι απλά.Ως το τέλος.
Με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος
Σαν τρυφερός άγιος μπρός στο άγιο βήμα
που προσεύχεσαι για τους πικραμένους.
Μια εντολή μόνο μονάχα. Αυτήν :
Που σε πρόσταξαν να πιστέψεις
Σ΄ εκείνο που δεν πίστευς.

Μονάχα αυτή παράκουσες
Και δε λόξεψες ούτε στιγμή
Από τη «γραμμή» που σούδειξε η καρδιά σου.
Αυτή η παράγραφος σου Σταμούλη,
Αυτή η γενναία σου «προδοσία»
Θα μπει στ’ Αλφαβητάρι των παιδιών
Για να την έχουν στη σάκκα τους
(Μαζί με τα πλακοκόντυλα
και τα δάκρυα της γιαγιάς)
Σαν πάνε στο σκολείο.

Το ξέρω, φίλε, ποιο ‘ναι το πικρότερο
Πως δε θα διαβάσεις ποτέ τούτες τις γραμμές.
Και το ξέρω ακόμα κι εγώ
Πως τις γράφω σ’ έναν παραλήπτη
Που μετακόμισε σ’ άλλον κόσμο.
Όπου κοιμάται το τυραγνισμένο σου σώμα
Μα αγρυπνά η ευγενική σου ψυχή.

Σταμούλη,
Είσουν ο καλύτερος μας,
Γιατί πάλεψες σε διπλά μετερίζια.
Με τόνα χέρι τον τύραννο
Και με το άλλο το Χάρο.
Ω!… Αν μπορούσες να διάβαζες τα δάκρυα
(Μα τέτοια γράμματα δεν βγήκαν)
Τότε θα μάθαινες καλέ μας.
Τα πόσα είπαμε,
Το πόσο κλάψαμε
Στο τελευταίο «έχε γειά».
Τότε… που σε πήραν από μπροστά μας
Για να σε παραδώσουν στη γη.
Και μόνο μια έγνοια μας έτρωγε.
Πως εσύ, ένα απροσκύνητο παληκάρι,
Άφησες να σε πάρουν τόσο φρόνημα
Χωρίς να τους τρίξεις τα δόντια…
Χωρίς να σηκώσεις κραυγή;

Την κραυγή όμως
Την άφησες όλην για μας
Να την προσφέρουν τα δικά μας χείλη
Σε στίχους και τραγούδια
Και να σε κάνουν μνημείο γραφτό
Και προσκυνητάρι λεξεφτό-
της καρδιάς μας
Όπου να προσεύχονται
Ενός μονάχα είδους πιστοί
Οι απλοί κι οι πικραμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: