Συνεχίζουμε τις Γαλατσιάνκις λέξεις (Πηγή μας η εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ" (αρ.φυλ. 23/ΜΑΪΟΣ 1998) της ΚΑΤΙΝΑΣ ΚΟΥΜΠΟΤΗ - ΜΑΤΣΟΥΚΗ
Τις παρουσιάζουμε και εδώ, μετά από 20 κοντά χρόνια, γιατί παρατηρούμε πως η ντοπιολαλιά μας χάνετε σιγά σιγά με τις νέες ορολογίες της σημερινής νεολαίας. Εμείς θα τις κρένουμε και ας μας λένε ό,τι θέλουν. Ο τίτλος που βάζουμε είναι από τον τίτλο που παρουσίαζε τότε η εφημερίδα τις λέξεις.
προηγούμενες λέξεις :ΕΔΩ
λ(ι) μόρια = μνήματα.
λ(ι)βακώθκα = ζεστάθηκα πολύ.
λάβα = φασαρία, σιαματάς.
λαγκόνια = οι γοφοί.
λακριντί (το) = η φήμη.
λαμνός = η φλόγα της φωτιάς.
λάνταγμα = στραμπούληγμα.
λέρα = βρωμιά.
λιάκατα = εντόσθια.
λιβουθιά = αλληλοβοήθεια.
λιγέν = λεκάνη στρόγγυλη.
λιγουριά = στομαχική διαταραχή.
λιλίτσια = σπασμένα γυαλιά.
λιλίτσις = μπίλιες (που έπαιζαν τα αγόρια), κουϊνάκια.
λιμκιάρς = αρρωστιάρης.
λιξουράδα και αλιξουράδα = η λαιμαργία.
λιξουρόκουλ και αλιξουρόκουλ
= η λαίμαργη.
λίξουρους και αλίξουρους = λαίμαργος.
λιφτόκαρου = φουντούκι.
λόγαρους = η αράχνη.
λόρτους =
όρθιος.
λουγαρουπάν = ο ιστός της αράχνης.
λουμπνάρ = βλέννα (βλέπε και μίξα).
λουν = λασπόνερο.
λούσκας = σκάφη ( κύρια λαμαρινένια).
λουχεύκα = πόνεσα πολύ από χτύπημα (κυρίως από
απότομα τσίμπημα βελόνας).
μαγάρα = ακαθαρσία.
μάκα = γριά.
μαμούδια = μεταξοσκώληκες.
μανιά = γιαγιά.
μανταλίδ = το σίδερο που ασφάλζαν την πόρτα, το
μάνταλο.
μαντραβίτσα = μικρά σκληρά εξογκώματα πάνω στους
καρπούς των χεριών.
μαντραβιτσοβότανο = το φυτό που πίνοντας το ζουμί του
φεύγουν οι μαντραβίτσες.
μάξους = επίτηδες.
μαρή
= καλέ.
μαρούδα = το έντομο πασχαλίτσα.
μαρουκακαλιασμένους = μαυρισμένος , αδύνατος.
μασάλ = ανέκδοτο.
μαστάρ = μαστός, το βζί (κυρίως των ζώων)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου