Συνεχίζουμε τις Γαλατσιάνκις λέξεις που μας είχε δώσει η κ. Κατίνα Κουμποτή - Ματσούκη, από το αρχείο μας πλέον, μια και η εφημερίδα "ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ", όπου παρουσιάζονταν οι λέξεις, μετά το 25 φύλλο, σταμάτησε την έκδοση της.
Θα συνεχίσουμε να τις παρουσιάζουμε , γιατί παρατηρούμε πως η ντοπιολαλιά μας χάνετε σιγά σιγά με τις νέες ορολογίες της σημερινής νεολαίας. Εμείς θα τις κρένουμι και ας μας λένε ό,τι θέλουν. Ο τίτλος που βάζουμε είναι από τον τίτλο που παρουσίαζε τότε η εφημερίδα τις λέξεις.
Προηγούμες λέξεις: ΕΔΩ
σίλτσι = φαγώθηκε
από την πολλή χρήση.
σιντούκ =
μπαούλο.
σιόνταρα =
αντάμωσα τυχαίως.
σιρβέτα = το
μαντήλι
σιρμαές =
χρηματικό απόθεμα.
σκαλουθυρίδα =
μικρή εσοχή στον τοίχο.
σκαμνιά και
ασκαμνιά = μουριά.
σκαμπάζου =
κουτσοξέρω.
σκαρβέλια = τα ξύλα
του σαμαριού.
σκλώνω =
στριμώχνω (τουν σκούλουσι στον τοίχο).
σκουλουμπώ =
εμποδίζω.
σκουτίδα =
σκοτεινά.
σκφούνια =
μάλλινες πλεκτές κάλτσες.
σμάλους = μικρός
θόρυβος.
σμαραγκούδ και
σμαράγκ = παραγινωμένο σύκο.
σμίθ ή χάσκου ή
κουραμάνα = άσπρου ψωμί.
σνι = μεγάλο ταψί.
σνιρίζω = δίνω
σημασία.
σόμπουρους =
παρέα και κουβεντολόϊ.
σουκακού = αυτή
που γυρίζ’ τα σουκάκια η ανοικοκύρευτη.
σουλουμουτώ =
μονολογώ.
σουμάλια = οι
ψιλές τρίχες του σώματος, κυρίως πίσω στον σβέρκο.
σουπαντάς =
ασυμάζευτος.
σουργούν =
διώξιμο.
σουρέντζουλα =
άσκοπες βόλτες.
σουρτούκου -
σουρτουκλεμές = αυτή (ος) που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους.
σούσαλα = ξερά
χόρτα.
σπάργουσι =
γέμισε ο μαστός γάλα.
σπαρτσί = μάλλινο
πανί που το χρησιμοποιούσαν για σφουγγάρι.
σταλαχίδα =
ανησυχία.
στινου(ρού)δα =
στενό ανάμεσα σε δύο σπίτια.
στιχτός =
υπάλληλος, παραγιός.
στρέγου =
συμφωνώ.
σφάχτς =
δυνατός πόνος στα πλευρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου