Πολύ παγωνιά. Ας θυμηθούμε το ποίημα το ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα
Ο Βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει
Ο Βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει
Ήτον νύχτα· εις την στέγη εβογγούσε
Ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
Ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
Ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Μες στο σπίτι μια χαροκαμένη,
μια μητέρα από πόνους γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεινε μάτι.
μια μητέρα από πόνους γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεινε μάτι.
Είχε τρία παιδιά πεθαμένα,
αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο.
Κ’ ένα μόνον της έμεινεν, ένα,
και στον τάφο κοντά ήτον κ’ εκείνο.
αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο.
Κ’ ένα μόνον της έμεινεν, ένα,
και στον τάφο κοντά ήτον κ’ εκείνο.
Το παιδί της με κλάμα εβογγούσε
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια,
κ’ η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια.
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια,
κ’ η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια.
Τα γογγύσματα εκείνα κι οι θρήνοι
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήτον παιδί μου.
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήτον παιδί μου.
Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογγούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη
σαν τρελλή. Όλοι γύρω εσωπαίναν.
Φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγι’ απ’ το στόμα της βγαίναν:
σαν τρελλή. Όλοι γύρω εσωπαίναν.
Φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγι’ απ’ το στόμα της βγαίναν:
«Ω! κακό που μ΄ εβρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου...
Ένα τόχω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το, και πάρ’ την ψυχή μου».
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου...
Ένα τόχω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το, και πάρ’ την ψυχή μου».
Κι ο γιατρός με τα μάτια σκυμμένα
πολλή ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων -αχ, λόγια, χαμένα-
«Μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα».
πολλή ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων -αχ, λόγια, χαμένα-
«Μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα».
Κ’ εκαμώθη πως θέλει να σκύψη
στο παιδί, και να ιδή το σφυγμό του.
Ένα δάκρυ προσπάθαε να κρύψη
που κατέβ’ εις τ΄ ωχρό πρόσωπό του.
στο παιδί, και να ιδή το σφυγμό του.
Ένα δάκρυ προσπάθαε να κρύψη
που κατέβ’ εις τ΄ ωχρό πρόσωπό του.
Στου σπιτιού της τη στέγη εβογγούσε
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ! μεγάλο κακό μας μηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ! μεγάλο κακό μας μηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο
του γιατρού να μη νιώσει το μάτι,
όταν έχει βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεββάτι!
του γιατρού να μη νιώσει το μάτι,
όταν έχει βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεββάτι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου