μὲ φῶς χλωμὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάμποι ἀντιφεγγίζουν
κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφεῖ τὸ μάτι σου, ξανοίγει
ἐδῶ κορμιά, ἐκεῖ κορμιὰ στρωμένα νὰ μαυρίζουν.
Φίλους κι ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ᾿ ἕνα τραπέζι σμίγει,
ὅπου τ᾿ ἀγρίμια ἀκάλεστα μὲ πεῖνα τριγυρίζουν·
χαρὰ στὸν ὅπου γλύτωσε, χαρὰ στὸν πὄχει φύγει,
μὰ ὅσους τὸ βόλι ἐξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.
Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωμένος,
στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει
ποὺ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκὸ -κι ὄχι αὐτιὰ- σπαράζει.
Μὰ δὲν ξυπνάει στὸν ὀρθρινὸ κανένας πεθαμένος,
μόν᾿ τὰ κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σὰ νἆναι
τῶν σκοτωμένων οἱ ψυχές, ποὺ στὰ οὐράνια πᾶνε.
(*) Ιωάννης Γρυπάρης. Γεννήθηκε σαν σήμερα 17 του Ιούλη 1870 στη Σίφνο. Πέθανε από πείνα το 1942.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου