Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

«Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται»

40 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Νίκου Καββαδία
Σεμνός, πολύ συνεσταλμένος, καλοσυνάτος, εσωστρεφής, παραμυθάς... Είναι λίγοι από τους χαρακτηρισμούς που του απέδωσαν οι οικείοι του.
Ο Νίκος Καββαδίας όμως, άφησε το στίγμα του σαν ο ποιητής της θάλασσας.
Ο ίδιος, δεν έλεγε ότι ήταν ποιητής, αλλά: «Νίκος Καββαδίας, ναυτικός». Το μεγαλείο της ποίησής του ίσως έγκειται ακριβώς σε αυτή την απλότητά του, την αγάπη του για το έργο των χεριών των βιοπαλαιστών. «Αρτος. Οχι για όλα τα στόματα», γράφει το 1971, δείχνοντας με απλά λόγια πως ο πλούτος στον καπιταλισμό δεν μοιράζεται στους παραγωγούς του, παρά γίνεται λεία μιας ισχνής μειοψηφίας.
Γεννήθηκε στις 11 Γενάρη του 1910 στο Νικόλσκι - Ουσουρίσκι του Χαρμπίν (στην Μαντζουρία της Κίνας), δεύτερο παιδί του μεγαλέμπορου του τσάρου Χαρίλαου Καββαδία. Το 1914, στις απαρχές του παγκοσμίου πολέμου, οι αναταραχές στη Μαντζουρία οδηγούν τον Χαρίλαο να στείλει με τον υπερσιβηρικό την οικογένειά του στην Ελλάδα, που εγκαθίσταται αρχικά στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Το 1920 επιστρέφει και ο ίδιος, κατεστραμμένος οικονομικά, και μετακομίζουν στον Πειραιά.
Από το σχολείο ήδη δείχνει το συγγραφικό του ταλέντο, εκδίδοντας το φυλλάδιο «Σχολικός Σάτυρος» («με ύψιλον από άγνοια», λέει η αδερφή του Τζένια). Συνεργάζεται και με τη «Διάπλαση των Παίδων», με το ψευδώνυμο «ο μικρός ποιητής». Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, γράφεται στην Ιατρική Σχολή. Ο πατέρας του δουλεύει στα καράβια του κουνιάδου του, και έπειτα ανοίγει μπακάλικο - το οποίο όμως χρεοκοπεί και κλείνει. Το 1929 πεθαίνει. Ο μικρότερος αδερφός του Αργύρης έχει ήδη μπαρκάρει τότε. Θα τον ακολουθήσει και ο ίδιος, αφήνοντας οριστικά πίσω του την Ιατρική.
Το διάστημα της παραμονής του στον Πειραιά εισρέουν πρόσφυγες, κύρια από τη Μικρά Ασία, μετά και την καταστροφή του '22. Το ΚΚΕ, πάντα παρόν, στέκεται στο πλευρό τους, τους βοηθάει να ορθοποδήσουν, να οργανώσουν την πάλη τους για ένα καλύτερο αύριο. Ο Καββαδίας, πρόσφυγας κι αυτός, τους αντιμετωπίζει με σεβασμό, εμπνέεται από τη νεοσύστατη ΕΣΣΔ. Από τότε, εκφράζει την συμπόνια του και τη συμπάθειά του για τους λαϊκούς ανθρώπους και τους ναυτικούς. Στα πρώτα ποιήματά του (υπογράφει σαν Πέτρος Βαλχάλας).
Το 1933 δημοσιεύει το «Μαραμπού», που τον καθιερώνει στο ποιητικό γίγνεσθαι της χώρας. Λαμβάνει θετικές κριτικές για το έργο του, ενώ γίνεται δεκτός στην Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών, και μάλιστα χωρίς να έχει συμπληρώσει το προαπαιτούμενο των τριών βιβλίων. Αυτά τα χρόνια γνωρίζεται με πολλούς προοδευτικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής (Γ. Ρίτσο, Κ. Βάρναλη, Μ. Αναγνωστάκη, Μ. Αξιώτη, Β. Σεμερτζίδη κ.ά.). Αργότερα, θα πει: «Μου αρέσουν από τους γνωστούς μας ποιητές ο Σαχτούρης και ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος που είναι παλικάρι, και ο Ελύτης».
Ολο αυτόν τον καιρό δε σταματά να μπαρκάρει, να ταξιδεύει και να γράφει για τις εντυπώσεις του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ώσπου τον πετυχαίνει «ξέμπαρκο» ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Συμμετέχει στο αλβανικό μέτωπο.
«Μουσκεμένος, νηστικός και ατσίγαρος. (...) Βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο. (...) Ανοιξε το σακίδιο και μου 'δωσε ένα κομμάτι κουραμάνα. Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. Ανοιξ' ένα πακέτο νούμερο δέκα και μου 'δωσε ένα τσιγάρο. (...)
-- Πώς σε λένε; του φώναξα. Στάσου...
-- Φαντάρο με λένε (...)»
(Βάρδια)
Στην κατοχή «έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ», θυμάται η Τζένια. Εντάσσεται στο ΕΑΜ, γράφει στους «Πρωτοπόρους», στα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργάζεται με τη «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ, συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση της πάλης των λογοτεχνών και του λαού. Εμπνέεται από την ηρωική στάση των αγωνιστών και των κομμουνιστών. Γράφει τα ποιήματα «Αθήνα 1943», «Αντίσταση», «Στον Τάφο του ΕΠΟΝίτη»,«Federico Garcia Lorca». Ο Κώστας Βάρναλης θα γράψει αργότερα στο «Ρίζο της Δευτέρας» για το ποίημα «Federico Garcia Lorca»: «...Ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ' όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού (...) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος (...), ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός...»
Το 1945 αναδεικνύεται γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Σύντομα όμως θα ξαναμπαρκάρει, με περιοριστικούς όρους, λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» εκδίδεται το 1947. Επειτα από λίγα χρόνια, ακολουθεί η μνημειώδης «Βάρδια» (1954), το πρώτο και τελευταίο του μυθιστόρημα. Στη «Βάρδια» η γραφή του ξεγυμνώνει τις κακουχίες της ζωής των ναυτεργατών, τις αρρώστιες, τις άθλιες συνθήκες εργασίας, την ανεργία, τον πόλεμο:
«Το πόρτο του τόπου μας... Το χειρότερο του κόσμου (...) Από τον προλιμένα σε γυρεύει ο υπάλληλος. Στα λέει μασημένα.
Δηλαδή... να ξεμπαρκάρω;
Ναι.
Δένουμε;
Οχι
Τότε, θα 'ρθει άλλος;
Ναι
(...) Δε μου λες, έκαμα τίποτα και με βγάνουνε;
Ξέρω 'γω; Εντολή του γραφείου. Ο,τι μου λένε. Υπάλληλος είμαι».
Μετά την αυτοκτονία του αδερφού του Αργύρη στο καράβι, γράφει ελάχιστα και σταματάει να δημοσιεύει. «Το '57 η θάλασσα μου πήρε τον αδερφό μου. Δεν έγραψα ούτε στίχο», λέει. «Αφού δεν έγραψα για αυτή την αγάπη, για τι να γράψω;» Παρ' όλα αυτά, δεν σταματά εντελώς το γράψιμο. Εκείνο το διάστημα γράφει διάσπαρτα ποιήματα, όπως το «Guevara». Πολλά από αυτά αργότερα θα στοιχειοθετήσουν το «Τραβέρσο».
Δίνει συνέντευξη στην «Πανσπουδαστική», λίγες μέρες πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Στη διάρκεια της δικτατορίας λειτουργεί σαν σύνδεσμος των αντιδικτατορικών της Ελλάδας με το εξωτερικό. Μετά τη δικτατορία ετοιμάζει για εκδοσή την τελευταία του ποιητική συλλογή «Τραβέρσο», καθώς και μια αυτοβιογραφία. Στις 10 Φλεβάρη 1975 πεθαίνει και μάλιστα στη στεριά, όπως πάντα φοβόταν.
Τα επόμενα χρόνια εκδίδεται μεγάλο μέρος του ανέκδοτου έργου του: «Λι» (1987), «Του πόλεμου/Στο άλογό μου» (1987) και άλλες συλλογές. Γίνεται ευρέως γνωστός, ιδιαίτερα μετά τη μελοποίηση του από το Θάνο Μικρούτσικο. Οπως λέει και ο συνθέτης «η επιτυχία που είχε ο Σταυρός του Νότου οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην αξία της ποίησης του ίδιου του Καββαδία». Το έργο του μελοποιείται επίσης και από πολλούς άλλους μουσικούς (Μαρίζα Κωχ, Ξέμπαρκοι, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Γιάννη Σπανό κ.λπ.). Μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες, ενώ στη μεγάλη οθόνη μεταφέρονται και τα μικρά αφηγήματα «Λι» (Between the devil and the deep blue sea, 1995) και «Του Πολέμου».
Και ένα ποίημα του
«Η Αντίσταση»
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν κι εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ' όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ' αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.
***
Γιομάτα πάν' τα Ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό - Μαύρη μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
***
Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα - Ισπανία και Πασσιονάρια.
***
Κύμα θανάτου ξαπολύουνται οι Γερμανοί.
Τ' άρματα ζώνεσαι μ' αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
οι κρεμασμένοι στα δέντρα, μπαίγνιο του ανέμου.
***
Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Αρη.
(Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας από το 1453 έως το 1961, Εκδόσεις «Επικαιρότητα»).

Δεν υπάρχουν σχόλια: