πήρα από πίσω τον κωφάλαλο
στη δεύτερη στάση γύρισε, με κοίταξε.
«Μου δίνεις – είπε- τα λαστιχένια παπούτσια σου;»
Τάβγαλα. Του τάδωσα. Εφυγα
Με πήρε από πίσω.
Είχε θέση.
Κάθησα
Απέναντι μου αυτός.
Ανάψαμε τσιγάρο.
Κοιτούσαμε έξω απ’ τα τζάμια τα δέντρα γυμνά
με τους βρεγμένους σπάγγους των παιδικών χαρταετών
με τα παλιά κατσαρόλια του συσσιτίου των εξόριστων.
Καπνίζαμε κάναμε πως δεν γνωριζόμαστε .
Εγώ ξυπόλυτος, κι αυτός με τα παπούτσια μου.
διόλου υπερόπτης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου