Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Ανάμεσα στο κατευόδιο και στο καλωσόρισμα(*)

Η λογοτεχνία μας, σκυφτό και γέρο τον θέλει τον παλιό χρόνο που φεύγει.
Κι ο νέος χαρούμενος και πολύφερνος, είναι ακόμα άγραφτο χαρτί .
Δεν είναι αδικαιολόγητη η κάποια συγκίνησή μας....
Μια σελίδα τελειώνει, μια παράγραφος κλείνει και μπροστά μας φτερουγίζει το νέο, και το δρόμο μια ελπίδα τον φέγγει....
Το κατευόδιο ας μην έχει την οργή, γιατί ο παλιός χρόνος κρατάει τους κόπους μας, τα όνειρά μας, ένα κομμάτι ζωής δικής μας, τις χαρές και τις λύπες μας, μόχθο και προσπάθεια κι αναμονή.....
Περνούν τα χρόνια, μα ο άνθρωπος δεν τραβάει στο τέρμα χωρίς διακοπές..... Μεγαλώνει, ωριμάζει, μα αδιάκοπα η διάθεσή του αιωρείται, από τη θλίψη στην εγκαρτέρηση, από τον πόνο στη χαρά, από την καταχνιά στη λιακάδα....
Την ώρα που θα σβήνουν λίγο τα φώτα, για να χαθεί και να δύσει το 2009 και που θα ανάψουν πάλι για να φανεί και ν’ ανατείλει το 2010, κάτι θα φτερουγίσει μέσα μας. Αυτή την αστρική ώρα, ανάμεσα στο κατευόδιο και στο καλωσόρισμα ας δούμε τον κόσμο, τους ανθρώπους, τους εαυτούς μας......
Στο βάθος της συνείδησής μας, ξέρουμε ότι με το τέλος του χρόνου, θα ακούσουμε εκείνη τη μυστική φωνή της ψυχής μας, που θα μας ρωτήσει:
Πού διέθεσες τις 365 μέρες σου;
Πού τις ξόδεψες;
Θα ακουστεί το «τί παρέβην, τι δ΄έρρεξα, τι δ΄ερώ» των πυθαγορείων.....

Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια εποχή ανήσυχη.
Αρκετά συχνά, στο βάθος του ορίζοντα πυκνώνουν τα μαύρα σύννεφα.
Οι δυνάμεις του μίσους και της καταστροφής δεν είπαν τον τελευταίο λόγο τους.
Και οι ελεύθεροι άνθρωποι όλης της γης, ξέρουν ότι πρέπει να γρηγορούν πάντοτε. Από την άλλη πλευρά όμως πόσα είναι τα ελπιδοφόρα μηνύματα;
Πόσο γεμάτη είναι η σύγχρονη ζωή από λαμπρές και απίστευτες επιτεύξεις, από καταπληκτικές επιτυχίες, από νίκες του ανθρώπινου νου;
Το σύνθημα, λοιπόν, του νέου χρόνου ας είναι η αγάπη και το ενδιαφέρον του ανθρώπου για τον άνθρωπο. ......Σπατάλησε τις σκέψεις και τις δυνάμεις σου για τους άλλους. Και τότες θα αισθανθείς την αλήθεια της πιο βαθιάς σοφίας του κόσμου: πως όποιος προσφέρει την ψυχή του, αυτός την κερδίζει. Και πως δικός μας πλούτος είναι όλα, όσα προσφέρουμε στους άλλους.
Υπάρχει γύρω σου ανθρώπινος πόνος. Γι’ αυτό, συνάνθρωπε, φέτος δείξε μεγαλύτερη υπευθυνότητα για σωστή αγάπη.
Καλή χρονιά λοιπόν.
Δ.Ξ.Σ.
(*)Από την εφημερίδα "ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ" φύλλο 10

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Το ποιο καλύτερο δώρο (*)

Χίλια εννιακόσια πενήντα και λιγάκι.
Κόντευαν Χριστούγεννα. Η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, της κατά σάρκα γέννησης του κυρίου ημών Ιησού Χριστού όπως λέγει και το Μηνολόγιο, και όπως πάντα τη τελευταία μέρα των μαθημάτων οι δάσκαλοι έδιναν στα φτωχά παιδιά και από δωράκι. Όχι μεγάλης χρηματικής αξίας αλλά πάντα μεγάλης αξίας για τα παιδιά εκείνα που δεν είχαν ούτε μια πεντάρα ν’ αγοράσουν μια καραμελίτσα. Και η φτώχεια ήταν μεγάλη. Πού εργοστάσια; πού δουλειές; και εκείνες οι λίγες δουλειές που υπήρχαν ήταν για τους πολύ λίγους. Η χώρα βλέπετε μόλις είχε βγει από έναν εμφύλιο σπαραγμό και η μετεμφυλιακή εκείνη περίοδος ήταν χειρότερη από την εμφυλιακή. Και καθώς όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι σε αντίθεση με ότι λέγει το ευαγγέλιο δεν ήταν ίδια και τα φτωχά παιδιά. Τα είχαν χωρίσει κι αυτά οι δάσκαλοι σε «δικά μας» και σε «δικά τους». Άμα ήθελαν ας έκαναν κι αλλιώς.
Και ποιος να εξηγήσει τις άδολες αυτές ψυχούλες τον διαχωρισμό αυτόν. Ούτε ο πατέρας - όσα είχαν την τύχη να τον έχουν σπίτι και όχι «παραθέριση» - τολμούσε να εξηγήσει στα παιδιά αυτό το γιατί που ήταν ζωγραφισμένο στα παιδικά τους μάτια.
Εκτός από την «οικονομική επιφάνεια», προσδιόριζε τη φτώχεια και το «πιστοποιητικό απορίας» που έπρεπε να το υπογράψει κατά κύριο ο λόγο ο παπάς της ενορίας. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Κάποιοι δάσκαλοι είχαν και άλλο ένα κριτήριο. Το πόσο καθαρά , πόσο πλυμένα και πόσο περιποιημένα πήγαιναν τα παιδιά στο σχολείο. Γιαυτούς όποιος μαθητής πήγαινε άπλυτος, με λερωμένα ρούχα και σχισμένα παπούτσια αυτός ήταν φτωχός άσχετα αν ήταν από τους βασταγμένους.
Παραμονές Χριστουγέννων λοιπόν και ανάμεσα στα εκατοντάδες παιδιά του σχολείου και τρία αδερφάκια, ορφανά από πατέρα, με μια μάνα, χωρίς να έχει στον ήλιο μοίρα, να πασχίζει να μη τα λείψει τίποτα. Μα πάντα το κεφάλι ψηλά . Ποτέ δεν έστειλε τα παιδιά της στο σχολειό άπλυτα κι αχτένιστα. Κάποιες άλλες μάνες με τρία παιδιά ή και περισσότερα παιδιά, με τους άντρες τους να ψάχνουν για δουλειά και να μη βρίσκουν, μα κι όταν έβρισκαν να τους ζητούν και ....άδεια εργασίας από «οικείο αστυνομικό τμήμα», μα τα παιδιά τους πάντα λουσμένα και καθαρά στο σχολείο.


Η γιορτή τελείωσε. Τα παιδιά στη σειρά περιμένουν να πάρουν το δώρο τους. Και τι δώρο . Ένα απλό παιχνιδάκι. Ο διευθυντής του σχολείου με ένα αυστηρό βλέμμα και με μια κατάσταση στο χέρι αρχίζει να διαβάζει τα ονόματα των παιδιών που θα έδιναν τα δώρα. Ακόμα και εδώ διαχωρισμός. Και πριν πάρει το δώρο στα χέρι του να βλέπει το παιδί στο πρόσωπο και αν δεν ήταν από τα «δικά τους δικό τους» να αλλάζει το δώρο που είχε πάρει στα χέρια του για να του δώσει κάποιο παρακατιανό.
Μάταια τα τρία ορφανά, και όχι μόνο βέβαια, περίμεναν, ως στο τέλος της γιορτής, για να πάρουν το δωράκι τους κάτι που αντικειμενικά το δικαιούταν αφού άλλα παιδιά και μάλιστα τρία αδερφάκια ορφανά δεν υπήρχαν στο σχολείο.
Με μουσκεμένα μάτια γύρισαν στο σπίτι και με βαρύ βηματισμό, όχι μόνο αυτά τα τρία αλλά και αρκετά άλλα. Δεν χρειάστηκε να κουραστούν να μαντέψουν οι μανάδες τι είχε γίνει. Εξ’ άλλου ήταν κάτι που λίγο πολύ το περίμεναν, πλην όμως είχαν μια ελπίδα ότι μπορούσε να επικρατήσει το δίκιο τέτοια μέρα που πλησίαζε. Και πως να εξηγήσουν στα όλο απορία μάτια των παιδιών στο γιατί δεν τα δώσανε έστω το μικρότερο δωράκι που υπήρχε, τη στιγμή που δώσανε στους «έχοντες και κατέχοντες», όπως θα λέγαμε σήμερα, πλην όμως άπλυτους κι αχτένιστους στο σχολείο.
Παραμονή Χριστουγέννων. Με το στριγούδ’ τα παιδιά έσπασαν τα καρύδια που είχαν μαζέψει από τσαμπολόι’ πριν μερικούς μήνες. Η μάνα έλιωσε το λίγο μέλι που την είχαν δώσει κάποιοι οικογενειακοί φίλοι και έτσι λίγο πριν κοιμηθούν «γλύκαναν τον Χριστό»
Χριστούγεννα. Στις τρεις τα χαράματα, και όχι το πρωί όπως σήμερα, η καμπάνα έχει καλέσει τους πιστούς στην εκκλησία για «του Χριστού την θείαν γέννησην». Και ήταν όλοι οι πιστοί εκεί. Μετά τη θεία λειτουργία η μάνα, κρατώντας στο χέρα της το μικρότερο από τα τρία, στην έξοδο της εκκλησίας ρωτά το δάσκαλο, που πριν λίγο είχε κοινωνήσει «των αχράντων μυστηρίων» γιατί δεν έδωσε και στα δικά της παιδιά στο σχολείο δώρο. Για να ‘ρθεί η απάντηση. «Στη κατάσταση των απόρων που μας έστειλε ο παπάς δεν ήταν γραμμένα τα παιδιά σου» για να συμπληρώσει. «Άμα ήσουν φτωχή δεν θα τα έστελνες πλυμένα και σιδερωμένα στο σχολείο». Με κρατημένο το λυγμό στο στόμα της για να μη καταλάβουν τίποτα τα παιδιά έφτασε στο σπίτι. Τα έβαλε να κοιμηθούν και τα έδωσε το δικό της δώρο. Το μεγαλύτερο, το καλύτερο, το ακριβότερο δώρο που μπορεί να δώσει μια μάνα στα παιδιά της. Από ένα γλυκό φιλί, ένα γλυκό ζεστό φιλί. Ίσως το πιο γλυκό, το πιο ζεστό φιλί που τα είχε δώσει μέχρι τότε, και ίσως μέχρι σήμερα.
Δημήτρης Ξενοφών Σισμάνης

(*)Δημοσιεύθηκε στην εφημέρίδα "ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ" φύλλο 10

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Τα Δουδικάμερα (*)

Μέρες αξέχαστες των παιδικών μας χρόνων.
Τα περισσότερα σπίτια είχαν γουρούνια. Την Άνοιξη τα αγόραζαν από μικρά (γκρουτζιλούδια). Όλο το καλοκαίρι τα τάιζαν λάχανα, άγρια χόρτα και τζίρου, που τον παίρναμε απού του ματσιό (τυροκομείο). Μας τον έδινε η μάτσιους (τυροκόμος). Από το Φθινόπωρο μέχρι να τα σφάξουν τα τάιζαν καλαμπόκι και ριμουλάζ, για να παχύνουν. Όταν τα σφάζανε, γινόταν σωστό πανηγύρι. Άρχιζαν το φαγοπότι με το συκώτι και συνέχιζαν τρώγοντας και πίνοντας με τη διαδικασία της τακτοποίησης του γουρουνιού. Η νοικοκυρά το θυμιάτιζε και έριχνε τα κάρβουνα μέσα στο αυτί του για να μην το μαγαρίσουν οι καρκατζαλοί. Όλο το δωδεκάμερο θυμιάτιζε το σπίτι να μη ζυγώνουν τα καταραμένα. Αν ήταν μεγάλο, το έγδερναν και το δέρμα, όπως ήταν με τις τρίχες, το έκαναν γρουνουτσάρχα που τα κατασκεύαζαν μόνοι τους και τα φορούσαν στις καλοκαιρινές δουλειές. Άν ήταν μικρά, μέχρι τριάντα οκάδες, τα καθάριζαν από τις τρίχες (τα έγδερναν) και την πέτσα την αλάτιζαν και την μαγείρευαν με διάφορους τρόπους. Επίσης αλάτιζαν τα κόκκαλα και τα μαγείρευαν με μπλιγκούρια, με όσπρια με ρύζι και με άλλα . ΄Ελειωναν τη λίγδα, αλάτιζαν παστό, έκαναν καβουρμά, Η δική μας η χαρά ήταν να πάρουμε τη φούσκα και να τη χαιρόμαστε για πολλές μέρες. Τη φούσκα την έπαιρνε όποιος είχε καλή μάνα!!!....




Τα χρωματιστά μπαλόνια για μας ήταν άγνωστα. Το βράδυ των Χριστουγέννων βάζαμε στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, για να ζεστάνουμε το Χριστό και τρώγαμε καρύδια με το μέλι να τον γλυκάνουμε. Τη νύχτα των Χριστουγέννων, μετά τη θεία λειτουργία, μας περίμενε στο σπίτι η κοτόσουπα (τσιουρβάς), για να είναι ελαφρύ το στομάχι μας μετά από σαράντα μέρες νηστεία. Από τη δεύτερη μέρα βάζανε μπρος το γουρούνι. Οι γειτονιές μοσχοβολούσαν τηγανητό ψητό, τον κιμά τον κάνανε στο ειδικό ξύλο που ήταν από κορμό δέντρου και τον κοπάνιζαν με έναν μικρό τσεκούρι (του τσκουρούδ) που ήταν ειδικό γι’ αυτή τη δουλειά. Με τον ίδιο τρόπο έκαναν και τον κιμά για τα λουκάνικα. Τα κρεμούσαν ψηλά (στ΄βασταγαριά) και περιμέναμε να έρθει ο παπάς την παραμονή των Φώτων να τα φωτίσει και μετά να τα δοκιμάσουμε, γιατί αλλιώς θα μας έτρωγαν οι καρκατζαλοί. ΄Ολες τις μέρες οι νοικοκυρές είχαν αυτή την απασχόληση. ΄Ηξεραν από πού θα κόψουν του σουκάι, που ήταν ειδικό για μπριτζιόλες. ΄Ενα μέρος από το λαιμό το λέγανε αητό, ήταν για σούπα που την τρώγαμε την πρωτοχρονιά. Την πρωτοχρονιά έκαναν και την τζγαρόπτα με το άσπρο το συκώτι (τζγέρ). Βάζανε το νόμισμα και το σταυρό, που τον κάνανε από κλωνάρι ελιάς. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ κόβανε φύλλα ελιάς και σε μια άκρη της γωνιάς που έκαιγε, σάλιωναν τα φύλλα και ρίχνοντάς τα έκαναν μια ευχή. Αν ήταν να πραγματοποιηθεί η ευχή, το φύλλο στριφογύριζε, αν όχι, το φύλλο καιγότανε. Ο Αη Βασίλης δεν ήταν για μας ο ασπρομάλλης αρχοντόγερος με τα ακριβά κόκκινα ρούχα και τη σακούλα με τα πλούσια δώρα. Για μας ο Αη Βασίλης ήταν ένας αγαθός γέρος, ταπεινός, που είχε ζευγάρι καλό κ’ ευλογημένο, γιατί το βλόγησε ο Χριστός και οι δώδεκα Απόστολοι. Γι αυτό την Πρωτοχρονιά στις βρύσες οι γούρνες ήταν γεμάτες δημητριακά. Πήγαιναν πολύ πρωί οι αγρότες και τα έριχναν για να έχουν καλή σοδειά. Το πρωί τα παιδιά έπαιρναν ένα κλωνάρι ελιάς και πήγαιναν στους συγγενείς, χτυπούσαν τις πόρτες και έλεγαν «Θειά θειά κόλντα όσου να βαρεί η πόρτα, να βαρεί κι του μιτάξ. Χρόνους πολλούς κι η Αη Βασίλς». Μετά την εκκλησία τα αγόρια έπαιρναν τη σούβλα και γύριζαν στα σπίτια . Η σούβλα γέμιζε λουκάνικα και παστό, ενώ έψαλλαν τα κάλαντα. «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι. Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε. Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις. Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω. Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις. Εγώ γράμματα μάθαινα τραγούδια δεν ηξέρω. Κι αν ηξέρεις γράμματα πες μας την αλφαβήτα. Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα και το ραβδί ήταν ξερό κι απόληκε κλωνάρια, κλωνάρια χρυσοκλώναρα και χρυσοπλουμισμένα. Σ΄αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει». Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έκαναν τη μικρή καμήλα.



Την παραμονή των Φώτων περνούσε ο παπάς από όλα τα σπίτια με τον Αγιασμό (στου μπακρατσούδ’) και άγιαζε τα σπίτια. Οι καρκατζαλοί έφευγαν «φεύγητι να φεύγουμι έρχιτι η ζουρλόπαπας μι του ζουρλουμπάκρατσο να μας φουτίσ΄ του κώλου μας». Την ημέρα των Φώτων τα παιδιά γυρνούσαν και έψαλλαν «Σήμιρα τα Φώτα κι οι Φωτισμοί και χαρά μεγάλη κι αγιασμοί. Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται κυρά μας η Παναγιά , όργανο βαστάει κερί και τον ΑηΓιάννη παρακαλεί. Αη Γιάννη Πρόδρομε βαπτιστά βάπτισον και μένα θεού παιδί, να αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά ν΄αγιαστεί κι αφέντης με την κυρά. Κάλημερά, κάλησπερα, κάλη σου μέρα αφέντη με την κυρά». Στην εκκλησία μετά τον αγιασμό παίρναμε το πορτοκάλι από το παγκάρι και μετά ακολουθούσαμε τη γνωστή καμήλα. Ήταν η μεγάλη καμήλα. ΄Ολα τα σπίτια ήταν διπλομανταλωμένα, γιατί οι τζιαμαλαροί είχαν το ελεύθερο να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και να ρημάζουν τα λουκάνικα. Σκαρφάλωναν κι από τα μπαλκόνια. Έτσι ήταν τότε το έθιμο. Μια φορά σκαρφάλωσαν από ένα μπαλκόνι, κι όπως είχε η θεια το τηγάνι γεμάτο το άδειασαν στου κουπαράν’ που φουρούσαν. Όταν πήγαν να φύγουν αρπάζει ο μπάρμπας το τηγάνι, άδειο, και τους το κοπανάει στο κεφάλι φωνάζοντας «τ΄κιαρατά οι γιοι», όμως ή τγανιά είχε κάνει φτερά. Την άλλη μέρα , τ΄ Αη Γιαννιού γλεντούσε όλο το χωριό. Η γνωστή νύφη κι ο γαμπρός γύριζαν στα σπίτια καλοδεχούμενοι. Τους κερνούσαν, τους έδιναν και το φιλοδώρημα. Εν τω μεταξύ τα νταούλια χαλούσαν τον κόσμο στου παζάρ’. «Πόψι μας κλέψαν τη Μανιώ τρεις τούρκοι αρβανιτάδες αμάν αμάν γκιουζέλ Μανιώ. Την πήραν και την πάειναν σε τουρκομαχαλάδες αμάν αμάν γκιουζέλ Μανιώ. Μανιώ μου το φακιόλι σου μην το πολυστραβώνεις αμάν αμάν κλπ». Τα Φώτα τρώγαμε τα πατσιά.
Κατίνα Ματσούκη-Κουμποτή
(*) Από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ"

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Οι αντίπαλοι μας στην ....Αφρική

Μόλις έγινε η κλήρωση και η Εθνική μας για το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2010 θα αντιμετωπίσει την ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ,ΝΙΓΗΡΙΑ, Ν. ΚΟΡΕΑ και θα αγωνιστεί στις 12/6 στο στάδιο ΝΕΛΣΟΝ ΜΑΝΤΕΛΑ με την Ν.ΚΟΡΕΑ

ΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΩΣ ΕΞΗΣ


1ος ΟΜΙΛΟΣ
ΝΟΤΙΟΣ ΑΦΡΙΚΗ
ΜΕΞΙΚΟ
ΟΥΡΑΓΟΥΑΗ
ΓΑΛΛΙΑ
2ος ΟΜΙΛΟΣ
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
ΝΙΓΗΡΙΑ
Ν.ΚΟΡΕΑ 12/6
ΕΛΛΑΔΑ12/6
3ος ΟΜΙΛΟΣ
ΑΓΓΛΙΑ
ΗΠΑ
ΑΛΓΕΡΙΑ
ΣΛΟΒΕΝΙΑ
4ος ΟΜΙΛΟΣ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
ΣΕΡΒΙΑ
ΓΚΑΝΑ
5ος ΟΜΙΛΟΣ
ΟΛΛΑΝΔΙΑ
ΔΑΝΙΑ
ΙΑΠΩΝΙΑ
ΚΑΜΕΡΟΥΝ
6ος ΟΜΙΛΟΣ
ΙΤΑΛΙΑ
ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ
Ν.ΖΗΛΑΝΔΙΑ
ΣΛΟΒΑΚΙΑ
7ος ΟΜΙΛΟΣ
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
Β.ΚΟΡΕΑ
ΑΚ.ΕΛΕΦΑΝΤΟΣΤΟΥΝ
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
8ος ΟΜΙΛΟΣ
ΙΣΠΑΝΙΑ
ΕΛΒΕΤΙΑ
ΟΝΔΟΥΡΑ
ΧΙΛΗ