Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Το ποιο καλύτερο δώρο (*)

Χίλια εννιακόσια πενήντα και λιγάκι.
Κόντευαν Χριστούγεννα. Η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, της κατά σάρκα γέννησης του κυρίου ημών Ιησού Χριστού όπως λέγει και το Μηνολόγιο, και όπως πάντα τη τελευταία μέρα των μαθημάτων οι δάσκαλοι έδιναν στα φτωχά παιδιά και από δωράκι. Όχι μεγάλης χρηματικής αξίας αλλά πάντα μεγάλης αξίας για τα παιδιά εκείνα που δεν είχαν ούτε μια πεντάρα ν’ αγοράσουν μια καραμελίτσα. Και η φτώχεια ήταν μεγάλη. Πού εργοστάσια; πού δουλειές; και εκείνες οι λίγες δουλειές που υπήρχαν ήταν για τους πολύ λίγους. Η χώρα βλέπετε μόλις είχε βγει από έναν εμφύλιο σπαραγμό και η μετεμφυλιακή εκείνη περίοδος ήταν χειρότερη από την εμφυλιακή. Και καθώς όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι σε αντίθεση με ότι λέγει το ευαγγέλιο δεν ήταν ίδια και τα φτωχά παιδιά. Τα είχαν χωρίσει κι αυτά οι δάσκαλοι σε «δικά μας» και σε «δικά τους». Άμα ήθελαν ας έκαναν κι αλλιώς.
Και ποιος να εξηγήσει τις άδολες αυτές ψυχούλες τον διαχωρισμό αυτόν. Ούτε ο πατέρας - όσα είχαν την τύχη να τον έχουν σπίτι και όχι «παραθέριση» - τολμούσε να εξηγήσει στα παιδιά αυτό το γιατί που ήταν ζωγραφισμένο στα παιδικά τους μάτια.
Εκτός από την «οικονομική επιφάνεια», προσδιόριζε τη φτώχεια και το «πιστοποιητικό απορίας» που έπρεπε να το υπογράψει κατά κύριο ο λόγο ο παπάς της ενορίας. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Κάποιοι δάσκαλοι είχαν και άλλο ένα κριτήριο. Το πόσο καθαρά , πόσο πλυμένα και πόσο περιποιημένα πήγαιναν τα παιδιά στο σχολείο. Γιαυτούς όποιος μαθητής πήγαινε άπλυτος, με λερωμένα ρούχα και σχισμένα παπούτσια αυτός ήταν φτωχός άσχετα αν ήταν από τους βασταγμένους.
Παραμονές Χριστουγέννων λοιπόν και ανάμεσα στα εκατοντάδες παιδιά του σχολείου και τρία αδερφάκια, ορφανά από πατέρα, με μια μάνα, χωρίς να έχει στον ήλιο μοίρα, να πασχίζει να μη τα λείψει τίποτα. Μα πάντα το κεφάλι ψηλά . Ποτέ δεν έστειλε τα παιδιά της στο σχολειό άπλυτα κι αχτένιστα. Κάποιες άλλες μάνες με τρία παιδιά ή και περισσότερα παιδιά, με τους άντρες τους να ψάχνουν για δουλειά και να μη βρίσκουν, μα κι όταν έβρισκαν να τους ζητούν και ....άδεια εργασίας από «οικείο αστυνομικό τμήμα», μα τα παιδιά τους πάντα λουσμένα και καθαρά στο σχολείο.


Η γιορτή τελείωσε. Τα παιδιά στη σειρά περιμένουν να πάρουν το δώρο τους. Και τι δώρο . Ένα απλό παιχνιδάκι. Ο διευθυντής του σχολείου με ένα αυστηρό βλέμμα και με μια κατάσταση στο χέρι αρχίζει να διαβάζει τα ονόματα των παιδιών που θα έδιναν τα δώρα. Ακόμα και εδώ διαχωρισμός. Και πριν πάρει το δώρο στα χέρι του να βλέπει το παιδί στο πρόσωπο και αν δεν ήταν από τα «δικά τους δικό τους» να αλλάζει το δώρο που είχε πάρει στα χέρια του για να του δώσει κάποιο παρακατιανό.
Μάταια τα τρία ορφανά, και όχι μόνο βέβαια, περίμεναν, ως στο τέλος της γιορτής, για να πάρουν το δωράκι τους κάτι που αντικειμενικά το δικαιούταν αφού άλλα παιδιά και μάλιστα τρία αδερφάκια ορφανά δεν υπήρχαν στο σχολείο.
Με μουσκεμένα μάτια γύρισαν στο σπίτι και με βαρύ βηματισμό, όχι μόνο αυτά τα τρία αλλά και αρκετά άλλα. Δεν χρειάστηκε να κουραστούν να μαντέψουν οι μανάδες τι είχε γίνει. Εξ’ άλλου ήταν κάτι που λίγο πολύ το περίμεναν, πλην όμως είχαν μια ελπίδα ότι μπορούσε να επικρατήσει το δίκιο τέτοια μέρα που πλησίαζε. Και πως να εξηγήσουν στα όλο απορία μάτια των παιδιών στο γιατί δεν τα δώσανε έστω το μικρότερο δωράκι που υπήρχε, τη στιγμή που δώσανε στους «έχοντες και κατέχοντες», όπως θα λέγαμε σήμερα, πλην όμως άπλυτους κι αχτένιστους στο σχολείο.
Παραμονή Χριστουγέννων. Με το στριγούδ’ τα παιδιά έσπασαν τα καρύδια που είχαν μαζέψει από τσαμπολόι’ πριν μερικούς μήνες. Η μάνα έλιωσε το λίγο μέλι που την είχαν δώσει κάποιοι οικογενειακοί φίλοι και έτσι λίγο πριν κοιμηθούν «γλύκαναν τον Χριστό»
Χριστούγεννα. Στις τρεις τα χαράματα, και όχι το πρωί όπως σήμερα, η καμπάνα έχει καλέσει τους πιστούς στην εκκλησία για «του Χριστού την θείαν γέννησην». Και ήταν όλοι οι πιστοί εκεί. Μετά τη θεία λειτουργία η μάνα, κρατώντας στο χέρα της το μικρότερο από τα τρία, στην έξοδο της εκκλησίας ρωτά το δάσκαλο, που πριν λίγο είχε κοινωνήσει «των αχράντων μυστηρίων» γιατί δεν έδωσε και στα δικά της παιδιά στο σχολείο δώρο. Για να ‘ρθεί η απάντηση. «Στη κατάσταση των απόρων που μας έστειλε ο παπάς δεν ήταν γραμμένα τα παιδιά σου» για να συμπληρώσει. «Άμα ήσουν φτωχή δεν θα τα έστελνες πλυμένα και σιδερωμένα στο σχολείο». Με κρατημένο το λυγμό στο στόμα της για να μη καταλάβουν τίποτα τα παιδιά έφτασε στο σπίτι. Τα έβαλε να κοιμηθούν και τα έδωσε το δικό της δώρο. Το μεγαλύτερο, το καλύτερο, το ακριβότερο δώρο που μπορεί να δώσει μια μάνα στα παιδιά της. Από ένα γλυκό φιλί, ένα γλυκό ζεστό φιλί. Ίσως το πιο γλυκό, το πιο ζεστό φιλί που τα είχε δώσει μέχρι τότε, και ίσως μέχρι σήμερα.
Δημήτρης Ξενοφών Σισμάνης

(*)Δημοσιεύθηκε στην εφημέρίδα "ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ" φύλλο 10

Δεν υπάρχουν σχόλια: