του Σπύρου Τζόκα*
12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα απελευθερώνεται από το φασισμό, από τη γερμανική μπότα. Και όμως λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση, τον ματωμένο Σεπτέμβρη του 1944, Έλληνες πατριώτες εκτελούνταν μαζικά από τους κατακτητές με τη συμβολή των ντόπιων δοσίλογων - ταγματασφαλιτών, συνεργατών των Γερμανών.
38 μέρες πριν την απελευθέρωση της Αθήνας και συγκεκριμένα στις 5 Σεπτεμβρίου εκτελείται στο Σκοπευτήριο Καισαριανής ανάμεσα σε 50 πατριώτες η ΕΠΟΝίτισσα Ηρώ Κωνσταντοπούλου, 17 ετών, που στις 31 Ιουλίου είχε συμμετάσχει στην ανατίναξη τραίνου που μετέφερε πυρομαχικά για το γερμανικό στρατό, αφού πριν είχε συλληφθεί και βασανιστεί φριχτά. Την ίδια μέρα στο Σκοπευτήριο Καισαριανής εκτελέστηκε ο 12χρονος Ανδρέας Λυκουρίνος, που σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, ώστε να είναι στη γραμμή βολής του πολυβόλου και να μην αποφύγει την εκτέλεση.
34 μέρες πριν την απελευθέρωση της Αθήνας στις 8 Σεπτεμβρίου εκτελούνται στο Δαφνί 72 πατριώτες, ανάμεσά τους η Λέλα Καραγιάννη που ανήκε στην αντιστασιακή οργάνωση «Μπουμπουλίνα». Μετά τη σύλληψή της υπέστη φριχτά βασανιστήρια στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν.
Το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου 1944. Ημέρα Παρασκευή. Πριν χαράξει η πόρτα του κελιού ανοίγει για να εισέλθει ο ιερέας… Λίγο αργότερα στις 5.30 η τελευταία επιβίβαση στα καμιόνια του θανάτου. Φρούρηση ισχυρή, πολυπληθής. Η τελευταία εκδρομή στο αλσύλλιο του Δαφνιού… στο Χαϊδάρι… στον τοίχο ορθά Ελλήνων και Ελληνίδων κορμιά.
Οι ομοβροντίες των μυδραλίων ήταν εκκωφαντικές. Κοντά στον επικεφαλής και τα τσιράκια… οι Έλληνες ακόλουθοι και η ελληνική αστυνομία!!! Ο επικεφαλής στο χέρι του έφερε περιβραχιόνιο με αγκυλωτό σταυρό. «Σε γνωρίζω απ’ την κόψη…». Εκεί, πάνω στην κόψη του σπαθιού την τρομερή πέφτει η Λέλα και οι άλλοι εβδομήντα.
Αίμα παντού... κοκκίνισε ο πράσινος τόπος. Και τα χαρτάκια των ηρώων στους δρόμους του Μανόλη Λίτινα και του Γιάννη Χούπη: «Σήμερα το πρωί τουφεκιζόμεθα. Πέφτουμε για την Πατρίδα με γέλιο στα χείλη για τη Λευτεριά. Μανόλης Λίτινας», «Θέλω να ζήσετε για να εκδικηθείτε και να προσεύχεστε για την ανάπαυση της ψυχής μας. Θάρρος. Συγγνώμη. Σας φιλώ. Γιάννης Χούπης».
Αυτά λίγο πριν την απελευθέρωση… και οι ιστορίες των αλύγιστων στην εικονογραφία των ηρώων. Για να θυμόμαστε… αυτοί με το αίμα τους και οι άλλοι απελευθέρωσαν την Ελλάδα… την Αθήνα. Ο ΕΛΑΣ ανέλαβε και στη συμφωνία της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944) την απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής επικράτειας.
Για να θυμόμαστε… επειδή οι επίγονοι της φασιστικής και ναζιστικής θηριωδίας εμπεδώνουν στις μέρες μας δια της βίας μια νέα μορφή εξουσίας, προβαίνοντας σε εγκληματικές ενέργειες και προπαγανδίζοντας έναν σοβινιστικό εθνικισμό. Και, κυρίως, γιατί η περίφημη θεωρία της εξίσωσης των δύο «άκρων», που στοχεύει στην αποδυνάμωση της Αντίστασης και του κομμουνισμού, ταυτίζει τους ιστορικούς κληρονόμους της Αντίστασης στο φασισμό με τους διεκδικητές του «κλέους» της Βέρμαχτ.
Πέμπτη 12 του Οκτώβρη 1944. Οι Γερμανοί δεν έχουν προλάβει ακόμα να εκκενώσουν την πόλη κι ο λαός της πρωτεύουσας, από τις συνοικίες, τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα υπουργεία, τα καταστήματα, ξεχύνεται στους αθηναϊκούς δρόμους ζητωκραυγάζοντας για την απελευθέρωσή του. Κύματα-κύματα η λαοθάλασσα πλημμυρίζει την πλατεία Συντάγματος, τις οδούς Πανεπιστημίου, Σταδίου, Ακαδημίας, το Ζάππειο, την πλατεία Ομονοίας. Σε λίγες ώρες τα πάντα σημαιοστολίστηκαν με γαλανόλευκες και κόκκινες σημαίες.
Τεράστια πανό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ υψώθηκαν και τα συνθήματα για μια νέα Ελλάδα, λαοκρατική, περνούν σε όλα τα χείλη. Οι 1.264 μέρες σκλαβιάς στο φασισμό είχαν πια τελειώσει και στις 9.45 π.μ. μαχητές του ΕΛΑΣ κατέβασαν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία για να υψώσουν στη θέση της την ελληνική.
Εκείνη τη μέρα ο «Ριζοσπάστης» έκανε δύο εκδόσεις. Η πρώτη, που κυκλοφόρησε τις πρώτες πρωινές ώρες, όπως ήταν φυσικό δεν είχε την είδηση της απελευθέρωσης. Είχε όμως τον αέρα της. Η δεύτερη έκδοση ήταν έκδοση της απελευθέρωσης και κυκλοφόρησε λίγο μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων.
Έγραφε τότε: «Ωρα 11.00 π.μ. - Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ - Οι Γερμανοί εκκενώνουν οριστικά την πρωτεύουσα - Ο Γερμανός διοικητής και όλο το στρατηγείο του Λυκαβηττού ανεχώρησαν - Η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη», είναι οι τίτλοι της πρώτης σελίδας. Στη συνέχεια η περιγραφή με λιτό και περιεκτικό τρόπο: «Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ' το Πανεπιστήμιο, απ' τις Τράπεζες, απ' όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. Στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Έξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο. «Λευτερωθήκαμε! Νικήσαμε! Και πάνω απ' όλα μια φωνή που αγκαλιάζει όλη την Αθήνα, που κλείνει όλους τους σκληρούς τρίχρονους αγώνες, όλη την πίστη στη λευτεριά, όλη τη χαρά της Νίκης: Ε-Α-Μ! Ε-Α-Μ! Σε κάθε γωνιά βουίζουν τα χωνιά. Κι η Αθήνα που έμαθε ν' ακούει στη φωνή τους το κάλεσμα στην αντίσταση και στον αγώνα τρέχει τώρα ν' ακούσει την πρόσκληση στο γιορτασμό και στη χαρά».
Το πρωτοσέλιδο, επίσης, άρθρο της εφημερίδας «Ελευθερία» που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου περιείχε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή της νύκτας από τη 12η έως τη 13η Οκτωβρίου, που έχει να κάνει με όλους, όσους έχουν θάψει τις οφειλές της Γερμανίας προς τον ελληνικό λαό: «Καθ’ όλην τη νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευήν εμαίνοντο τα κακούργα ένστικτα των ούνων. Από του πολυπαθούς Πειραιώς μέχρι του Περάματος τίποτε δεν έμεινεν όρθιο. Τίποτε. Η καταστροφή είναι απερίγραπτος και είναι η μεγαλυτέρα απ’ όσας επέφεραν οι Βάρβαροι εις τον τόπον αυτόν… Συντρίμματα μόχθου εκατό ετών ηπλώθησαν εις του Βασιλειάδου, εις τα «σιλό», εις τα κρηπιδώματα, εις τας αποθήκας «Σελλ» και της «Σοκοπελ» – παντού. Πόσον μεγάλη είναι η καταστροφή και πόσον δίκαια η λύσσα μας και πόσον κολοσσιαίον το αίτημά μας διά μία ολοκληρωτικήν εκδίκησιν μόνον αν αναλογισθή κανείς ότι ο Πειραιεύς ως λιμήν δεν υφίσταται, ότι η οικονομίαν της Χώρας, ο επισιτισμός μας, η ευημερία της Αύριον υπέστησαν τεράστιον πλήγμα υπολογιζόμενα εις εκατομμύρια χρυσών λιρών -αυτά τα οποία γενεαί και γενεαί Ελλήνων εμαζεύαμε δεκάραν δεκάραν- θα ημπορέσει να εννοήσει».
Ο αθηναϊκός λαός γνώριζε καλά ποιοι πάλεψαν για την απελευθέρωση του, όπως και σύσσωμος ο ελληνικός λαός και γι’ αυτό υμνούσε το ΕΑΜ. Τα τάγματα ασφαλείας, όμως, δεν ήθελαν να αποδεχθούν τη βούληση του ελληνικού, ούτε να σεβαστούν τους αγώνες και την αγωνία του. Η περίοδος αμέσως μετά την απελευθέρωση δεν ήταν ομαλή και σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των οργανωμένων στα Τάγματα Ασφαλείας συνεργατών των κατακτητών. Η πιο έντονη δράση των ακροδεξιών συμμοριών συνέβη την 15η Οκτωβρίου, όταν άνοιξαν πυρ στην περιοχή της Ομόνοιας κατά του πλήθους που πανηγύριζε, σκοτώνοντας επτά άτομα.
Το γεγονός, πάντως, ήταν ότι την επαύριον της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί η μεγαλύτερη οργανωμένη -πολιτικά και στρατιωτικά- δύναμη που είχε υπό τον έλεγχό της σχεδόν το σύνολο της ελλαδικής επικράτειας ήταν το ΕΑΜ.
Κάποιοι άλλοι, όμως, σχεδίαζαν διαφορετικά, πίσω από τις πλάτες του ελληνικού λαού.
Η παραδοσιακή βρετανική αποικιοκρατία από πολύ νωρίς είχε οργανώσει τον εγκλωβισμό της Ελλάδας στα γεωπολιτικά της σχέδια. Ο αδίστακτος Ουίνστον Τσόρτσιλ γράφει προς τον Αντονι Ιντεν λίγο πριν από τη διάσκεψη του Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944): «…Προφανώς οδηγούμαστε σε αναμέτρηση με τους Ρώσους, λόγω των κομμουνιστικών συνωμοσιών τους σε Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα… Είμαστε στ’ αλήθεια διατεθειμένοι να συναινέσουμε στην κομμουνιστικοποίηση των Βαλκανίων και της Ιταλίας;».
Ορίζει παράλληλα τη βρετανική στρατηγική: «…Πρέπει να επιτύχουμε ρήξη με το ΕΑΜ, πριν αυτό συνδεθεί πολύ με τους Σοβιετικούς. Θα πρέπει αν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο χάσμα που να δώσει στους Σοβιετικούς να καταλάβουν ότι θα πρέπει να το σκεφθούν πολύ σοβαρά πριν πάρουν οποιαδήποτε απόφαση».
Ο Παπανδρέου υπήρξε ο άνθρωπος που επέλεξε να εφαρμόσει τις βρετανικές μεθοδεύσεις και να στηρίξει την πολιτική του κυριαρχία στις βρετανικές λόγχες. Ένα μήνα πριν (22 Σεπτεμβρίου 1944) θα στείλει στον Τσόρτσιλ το παρακάτω τηλεγράφημα ζητώντας την άμεση αποστολή βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων: «Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και ώς τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν».
Ήδη ο δρόμος για τα Δεκεμβριανά και την εμφύλια σύγκρουση είχε ανοίξει.
* Ο Σπύρος Τζόκας είναι Πανεπιστημιακός και Συγγραφέας.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου