Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: Ο ιερουργός και μύστης

Μπορεί ο χείμαρρος, μπορεί το ποτάμι, μπορούν η θάλασσα και ο ωκεανός να χωρέσουν σ’ ένα ποτήρι νερό;
Ένας χείμαρρος ορμητικός, ένα ποτάμι ασταμάτητο, μια θάλασσα πλατειά κι ένας ωκεανός, που δεν ξέρεις που αρχίζουν και που τελειώνουν τα κύματά του, ως που τραβάει το βάθος του, είναι κι ο Κωστής Παλαμάς και το έργο του.

Πώς να χωρέσουν , λοιπόν, όσα θα θέλαμε να ιστορήσουμε γι αυτόν τον γίγαντα της λογοτεχνίας μας στον περιορισμένο αυτόν χρόνο που διαθέτουμε γι αυτόν τον σκοπό;
Έχουν γραφεί, γράφονται και θα γραφούν αμέτρητες σελίδες για τη ζωή και το έργο του.
Στεκόμαστε με σεβασμό, αλλά και με δέος, μπροστά του.
Μπροστά σ’ αυτόν τον μικρόσωμο λιγνό και λεπτοκαμωμένο γεράκο, τον Κωστή Παλαμά, έτσι όπως τον γνώρισαν αρκετοί ηλικιωμένοι σήμερα, στα πρώτα χρόνια της νιότης των.

Ο Σολωμός , ο μεγάλος μας Εθνικός ποιητής, που έγραψε όπως ξέρουμε όλοι μας τον αθάνατο «ΥΜΝΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΕΘΡΙΑΝ» ήταν ένας αρχοντογεννημένος που επιβαλλόταν έξω από την τέχνη του, με το αριστοκρατικό όνομά του (ήταν κόντες ο ίδιος).

Ο Βαλαωρίτης κυριαρχούσε με τη μεγαλόπρεπη θωριά του.

Ο Σικελιανός τέλος σε θάμπωνε με το μεγαλόπρεπο παράστημά του και τον ηχηρό τόνο της φωνής του, για να σταθούμε στους τρείς Βάρδους, τους Εθνικούς δηλαδή ποιητές του γένους μας, που μπόρεσαν να εκφράσουν στους καιρούς τους τα ιδανικά και τους πόθους της ΦΥΛΗΣ.

Ο Παλαμάς, αντίθετα μ’ εκείνους, ήταν ένας μικρόσωμος και λεπτοκαμωμένος άνθρωπος που σε ξεγελούσε η θωριά του, δεν μπορούσες να υποπτευθείς από την εξωτερική του παράσταση το τεράστιο πνευματικό, ψυχικό και ηθικό του ανάστημα. Θάφτανε όμως να προσέξεις τα μαύρα φλογερά του ματιά πως σπίθιζαν κάτω από τα δασά του φρύδια, ίδιες ανοιχτές φτερούγιες πουλιών, για να μαντέψεις την αδάμαστη και ακατάλυτη ψυχή του Διγενή, που φώλιαζε στον μικροκαμωμένο εκείνον άνθρωπο τον Κωστή Παλαμά.

Κι ο Διγενής ήταν, καθώς ξέρουμε, το σύμβολο της Ελληνικής Φυλής που ποτέ δεν πεθαίνει. Τον τραγούδησε ο ίδιος ο ποιητής απ’ αφορμή τον άτυχο πόλεμο του Έθνους μας στο 1897.

«Δεν χάνωμε στα τάρταρα
μοναχά ξαποσταίνω
Στη ζωή ξαναφαίνωμαι
και νεκρούς ανασταίνω.»

Αυτήν την ακατάλυτη δημιουργική πνοή έκρυβε μέσα του ο μεγάλος δημιουργός της «ΑΣΑΛΕΥΤΗΣ ΖΩΗΣ», του «ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ», της «ΦΛΟΓΕΡΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ» και του «ΘΑΝΑΤΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ».
Μέσα του ζούσε «…… η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων» όπου το είχε βροντοφωνίσει ο ίδιος με τους στίχους του.

Το ότι ήταν μικρόσωμος τι πείραζε;

Αν μπορούν να μετρηθούν με τον πήχυ ο νους και η καρδιά, αν μπορεί να αντιπαραβληθεί στης ψυχής το ανάστημα, το άλλο παράστημα, του κορμιού.




Ας γνωρίσουμε όμως πιο καλύτερα αυτόν που στάθηκε ο μεγάλος μύστης, ο ιερουργός και ο ιεροφάντης της Πνευματικής Ελλάδας.


Γιατί ο Παλαμάς αγάπησε τα νειάτα, τα ΄ζησε, τα πίστεψε, κι έγραψε γι αυτά.
Πίστεψε πολύ στο παιδί, που είναι το πρώτο κύτταρο μέσα στη ζωή, είναι συνάμα και η πρώτη ελπίδα του ΄Εθνους, κάθε ΄Εθνους.
Όσες φορές πήγαιναν να τον επισκεφθούν νέα παιδιά, να του φιλήσουν το χέρι και να του εμπιστευθούν τα πρώτα τους ποιητικά φτερουγίσματα, εκεί, στο «κελί» του – άλλο «κελί» αυτό, σαν του Ξενόπουλου, στο παλιό του σπίτι, της οδού Ασκληπιού 3 (απ΄όπου έφυγε λίγα χρόνια πριν φύγει για πάντα) για να πάει στο άλλο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 όπου πέθανε) ο Παλαμάς γέρος πια, δεχόταν καλόβουλος και ενθουσιαστικός τα νιάτα. Γιατί πίστεψε σ΄αυτά. Και στον Εθνικό μας πόλεμο του Μεγάλου Σαράντα, ακούστε πως ξεπροβόδωσε τα νιάτα, που είχαν ξεσηκωθεί για να διώξουν από τα’ Άγια χώματα μας τον ανίερο εισβολέα:

«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι
αυτό το λόγο θα σας πως δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τα’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»


Αγάπησε, λοιπόν, και πίστεψε πολύ στα νιάτα ο Παλαμάς.
Μήπως αγάπησε τάχα , λιγότερο τα παιδιά ο ποιητής που σόδιασε την άμετρη τρυφεράδα του στον «ΤΑΦΟ» το ποιητικό αυτό αριστούργημα που δεν έχει το ταίρι του, το γέλιο του, την ξενοιασιά του, αλλά και με τα όνειρά του και τους καημούς του τον μαγνήτιζε, τον οιστρηλατούσε.

Ακούστε πως τραγουδάει τον χαμό του μικρού του Άλκη στον «ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ»

«Και τα παιδάκια μοναχά
τα παιδάκια, την ατάραχη
γιομίζαν ερημιά μου αυτά,
και τήνε κάναν κόσμο αφέντη …………….
Κι απάνω απ’ όλα τη χαρά τους
και σα να μου έστελνε από τα βάθη
καιρού μελλούμενου φιλιά,
με τα τρισεύγενα παιδιά η ΦΥΛΗ»

Για να μπορεί όμως να γεύεται έτσι ολόκαρδα τη χάρη και τη χαρά τους είχε περάσει ο ίδιος, πριν, από ένα πικρό τρίστρατο κοντά τους.
Είχε γευθεί διπλά τη πίκρα τους – σαν παιδί και σαν πατέρας.
Σαν παιδί από τον ίδιο του τον εαυτό, που είχε την ατυχία να ορφανέψει από τα οχτώ του μόλις χρόνια, σαν πατέρας από το ίδιο του το παιδί, τον αξέχαστο ΑΛΚΗ του που αναφέραμε πιο πάνω, σαν πατέρας αλλά και σαν μάνα μαζύ, που μοιρολογάει το χαμένο αγγελούδι της (το πεθαμένο παιδί του Παλαμά, που απόμεινε αθάνατο από το τραγούδι μοιρολόγι που του ταίριαξε ο πατέρας του, το τραγούδησαν κι άλλοι Ελληνες ποιητές, ο Μαρτζώκης, ο Παπαντωνίου, ο Μαβίλης, ο Γρυπάρης, ο Βλαχογιάννης με το πασίγνωστο ποίημα του «ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΧΑΡΟΥ» κ.α.)

 

Ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στα 1859 και κατά περίεργη σύμπτωση στο ίδιο σπίτι όπου γεννηθεί και η Ιταλίδα συγγραφέας Ματθίλδη Σεράο.


Πατρίδα του όμως λογαριάζεται το Μεσολόγγι, πατρίδα του πατέρα του, όπου εγκαταστάθηκε από τότε που ορφάνεψε ο μικρός Κωστής.
Πολλούς ήρωες και ποιητές έχει γεννήσει αυτή η Πολιτεία, το Μεσολόγγι.
Δικός της λοιπόν είναι και ο Παλαμάς όπως δικοί της είναι οι Δροσίνης, Τραυλαντώνης, Μαλακάσης, Γκόλφης.

Μα το πιο έξοχο από τα παιδιά της ο Παλαμάς της απέδωσε με τη σειρά του, όπως και οι άλλοι Μεσολογγίτες λογοτέχνες τα τροφεία της.

Σκόρπισε το Μεσολόγγι μέσα στο τεράστιο ποιητικό του έργο. Στη διπλή του υπόσταση, την ηρωική και την φυσιολατρική.

Ας σημειώσουμε ότι το Μεσολόγγι παρουσιάζει μια ιδιότυπη πολυμορφία «βουνά, λίμνη, δάσος, ποτάμι, κάμποι, θάλασσα δίνουν τα χέρια» όπως χαρακτηριστικά έχει γράψει και ο Σπύρος Μελάς.

Να λοιπόν πως τραγουδάει ο Παλαμάς το Μεσολόγγι του:

«Πάρτε και φέρτε μου ψηλά στα Καρπενήσια
κι ύστερα δώστε μου στ’ απαλόπνοα της Κλείσοβας μαϊστράλια.
Σας ονειρεύομαι, ώ κορφές, και του Μωριά ακρογιάλια
λεβέντρα πλάση, απάρθενη, χάρισ’ εσύ του ανύμπορου
μια δύναμη και μια ψυχή, μια γλώσσα, μια γοργάδα, γυμνή ύλη παραδώσου του κι ας είναι το βλαστάρι σας ένα τραγούδι υπέρσοφο
Για μια καινούργια ΕΛΛΑΔΑ»


Σταθμοί στην πνευματική δημιουργία του Παλαμά;

Μα δεν υπάρχουν – πως ήταν δυνατόν να υπάρχουν σταθμοί σε μια ποιητική διάνοια σαν τη δική του, που σημαδεύεται πάντοτε με την ατέρμονη πορεία, το ασταμάτητο ταξίδι, το αδιάκοπο ξεκίνημα, το ατέλειωτο πέταγμα;

Στα 1875 ο Παλαμάς έρχεται στην Αθήνα, εγγράφετε στα Νομικά μα ο δεσμός του με το Πανεπιστήμιο δεν θα τελειώσει μένα κάποιο δίπλωμα στο χέρι – αν μπορούμε να φανταστούμε τον Παλαμά Νομομαθή!, σοφό μελετητή κι ερμηνευτή των Νόμων ……

Άλλο αν η μοίρα του θα τον δέσει άρρηκτα με το Πανεπιστήμιο τριάντα ολόκληρα χρόνια διοικητικό υπάλληλο, Γενικό Γραμματέα του.

Κι αξίζει να αναφέρουμε το ανέκδοτο με τον τότε πρύτανη Κρασσά.

Όταν ο Παλαμάς πήγε να αναλάβει καθήκοντα στη νέα του θέση, ο σοφός εκείνος νομοδιδάσκαλος είχε εκφράσει την ελπίδα, πως από την ώρα που ο ποιητής θα αναλάμβανε μια τόσο αξιοπρεπή θέση, θάπαυε πια να ……. Γράφει ποιήματα.

Η μούσα όμως έχει φιλήσει πια τον ποιητή στο μέτωπο.

Τον έχει τάξει ιερουργό της.

Και την ώρα που ο ποιητής, δοξασμένος, δαφνοστεφανωμένος, Ακαδημαϊκός, θα κλείσει τα μάτια του για πάντα (27 Φεβρουαρίου 1943) στα χρόνια ολόκληρου μισού αιώνα ο Παλαμάς θα αποθέτει στα πόδια της τα μυριόπνοα λουλούδια του επικολυρικού του έργου.

Είπαμε πως αρχίζοντας να γράφεις για τον Παλαμά, δεν μπορείς εύκολα να τελειώσεις.

Ας σταθούμε για λίγο στο παλιό του σπίτι στο «κελί» της οδού Ασκληπιού, και ας αφήσουμε να μιλήσει για λίγο ο πεζογράφος μας Στρατής Μυριβήλης.

«Όσοι πρόφτασαν και πήγαν να δούνε τον ποιητή στο παλιό του εκείνο σπίτι …….θα θυμούνται το γραφείο του ποιητή, το πνευματικό του τα’ αργαστήρι, το «κελί» του όπως ατός του τόλεγε ο μεγάλος μας κοσμοκαλόγερος της «ΑΣΑΛΕΥΤΗΣ ΖΩΗΣ».

Ήταν ένα στενάχωρο καμαράκι, ξεχείλιζε από βιβλία και λογής χαρτιά.

Βγαίναν από παντού δεμένα κι άδετα παλαϊκά και φρεσκοτυπωμένα, κιτρινισμένα ή μόλις ερχόμενα από το πιεστήριο.

Από τα ράφια ανέβαιναν ως το ταβάνι, ξεπρόβλεναν από τις θυρίδες, ξάπλωναν στα τραπεζάκια, ξεμυτούσαν από τα κουφώματα των κλειστών παραθυριών.

Πάνω στο γραφείο του ήταν άλλοι σοροί. Βιβλία, περιοδικά, και μέσα από όλο αυτό το χαρτολόι ανεδύετο ο Παλαμάς.

Ο πιο χαρακτηριστικός τύπος του πνευματικού ανθρώπου που αντίκρυσε η γενιά μας στον κόσμο».

Μια ζωή σ’ ένα κελί που τη φωτίζει στ’ ατέλιωτα βράδια της πνευματικής δημιουργίας - τη μέρα που ο ποιητής ήταν απασχολημένος, τουλάχιστον ως τα 1928 με το άλλο βιοποριστικό επάγγελμά του, στο Πανεπιστήμιο - μια λάμπα πετρελαίου.

«Αγνάντια το παράθυρο, στο βάθος
ο ουρανός, όλο ουρανός και τίποτ’ άλλο.
Κι ανάμεσα ουρανόζωστο, ολόκληρο,
ψιλόγυμνο ένα Κυπαρίσσι* τίποτα άλλο.
Και ή ξάστερος ουρανός ή μαύρος είναι
στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμίας το
σάλο, ήσυχο. Ωραίο, απελπισμένο, Τίποτα άλλο.»

Είναι συγκινητική στ’ αλήθεια η παρουσία αυτού του κυπαρισσιού μέσα στην ποιητική ζωή του Παλαμά.

Το αγνάντευε μια ολόκληρη ζωή μέσα από το παράθυρο του «κελιού» ο ποιητής.

Κι αυτός ο άνθρωπος, ο Παλαμάς, που σπάνια μετακινιόταν από το «κελί» του – σαν τον άλλον εκείνο ερημίτη της πένας τον Ξενόπουλο – μπορούμε αδίστακτα να πούμε πως μέσα από τα ελάχιστα φυλλώματα αυτού του ασάλευτου κυπαρισσιού, ο μεγάλος μας ποιητής είδε και σπούδασε τη φύση, χάρηκε το Αττικό φως, το λιτό αττικό τοπίο.

Και τα απόδωσε με τους αθάνατους στίχους στον «ΥΜΝΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ» και στο περίφημο «ΣΑΤΥΡΟ» του.

Γιατί ο Παλαμάς είχε μεταφέρει την αγάπη του από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγιού του στην Αθήνα, και την αγάπησε και την τραγούδησε με στίχους απαράμιλλους, πλημμυρισμένους από πηγαία έξαρση και βαθύτατο λυρισμό.

Μέσα στους τέσσαρες τοίχους του «κελιού» του, με τον πλούτο της φαντασίας του, τη σοφή του γνώση ο Παλαμάς διάβαζε, μελετούσε ολοένα, ήταν από τους διαβασμένους και τους πιο ενημερωμένους στα πνευματικά προβλήματα του καιρού του λογοτέχνες μας.

Με τη δημιουργική του μαστοριά θεμελιώθηκε μέσα σε ‘κείνο το «κελί» λιθάρι το λιθάρι το τεράστιο έργο του, που είναι ένα ατέλειωτο, μακρόπνοο τραγούδι προς τα αθάνατα ιδανικά της ανθρώπινης ψυχής και Ελληνικής φυλής.

Ξεχειλίζει από αγάπη για τη φύση, πίστη στη ζωή, λατρεία για την πατρίδα και αγάπη προς το παιδί και τα νιάτα.

Μέσα από αυτά που αναφέραμε τα πιο σημαντικά είναι «ΤΑ ΜΑΤΙΑ Της ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ», «Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ», «Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ», «ΒΩΜΟΙ» και ένα θεατρικό έργο η «ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΗ».

Μέσα από το έργο του λοιπόν ο Παλαμάς ξεκινάει από τις ανάλαφρες δονήσεις του πιο απλού λυρισμού, για να φτάσει ως τη πλημμύρα του πιο επικού στιχουργικού του μεγαλείο και για να γίνει ο λυρικός, ο επικός, ο Εθνικός ποιητής του τόπου του.




Λέγαμε παραπάνω πως δεν υπάρχουν σταθμοί στην ποιητική ζωή του Παλαμά.


Κι όμως υπάρχει ένας:

Και πριν φτάσουμε σαυτόν τον ΕΝΑΝ ας παρακολουθήσουμε , εν συντομία τη ζωή και το έργο του.

Κι αυτός ο ΕΝΑΣ, είναι αυτός που έβαλε την τελεία στο έργο του.

Ο θάνατος.

Ο σταθμός που δεν μπορούσε να του γλυτώσει. Του έκλεισε τα μάτια ξημερώματα Σαββάτου, 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ του 1943 ώρα 3.20.

Πάλευε η μέρα με τη νύχτα.

Νύχτα πλάκωνε όλον εκείνον τον καιρό την Αθήνα που στέναζε κάτω από τη φοβερή και ανελέητη μπότα του κατακτητή.

Κατοχή.

Εκείνο το Σάββατο είχε ξημερώσει με καταχνιά.

Πενθούσε ο αττικός ουρανός για κάτι μεγάλο που έχανε.

Εκείνον που τον είχε χιλιοτραγουδήσει.

Η Κυριακή όμως, μέρα της ταφής του, ξημέρωσε ηλιόλουστη.

Πρωτάνθισαν οι μυγδαλιές που τον αγκάλιαζαν στη νεκρική του κλίνη.

Είχαν πει θα τον κήδευαν χωρίς καμιά επισημότητα τον Παλαμά.

Μα ο λαός της Αθήνας ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος, νέοι, γέροι, παιδιά, γυναίκες, για να συνοδεύσει το ξόδι του.

Πλημμύρησε από κόσμο το παρεκκλήσι του νεκροταφείου.

«Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός>>, γράφει η Ιωάννα Τσάτσου.

Η είδηση ότι έσβησε ο γερο-Παλαμάς βύθισε σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία την Αθήνα. Η τριπλή κατοχή-από Βούλγαρους, Ιταλούς και Γερμανούς - και η εξαντλητική εκμετάλλευση από τους εισβολείς, των αγαθών και αποθεμάτων της χώρας, είχαν αποφέρει μόνο δεινά. Πείνα, απεργίες, τρομοκρατία, συλλήψεις, εκτελέσεις, η ζοφερή καθημερινότητα της Ελλάδας.

Υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια του γεγονότος, η νεκρώσιμη τελετή σύντομα απέκτησε αυθόρμητα χαρακτήρα εθνικής εκδήλωσης. Πράγματι, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η γερμανική διοίκηση προωθούσε σειρά επώδυνων μέτρων (όπως για παράδειγμα η έκδοση διατάγματος πολιτικής επιστράτευσης), ο ελληνικός λαός δε δίστασε να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτησή του, παρά την παρουσία του κατοχικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, και εκπροσώπων της φασιστικής Ιταλίας και του Γ΄ Ράιχ. <<Αυτονών και η παρουσία ερέθιζε τον κόσμο, που από την επικείμενη κήρυξη της πολιτικής επιστρατεύσεως ήταν αυτές τις μέρες ήδη ερεθισμένος>>, παρατηρούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διερωτώμενος: <<Ποιος τους είπε νάρθουν να μαγαρίσουν με την παρουσία τους τη λειτουργία μας ;>> 
Η οδύνη των ανθρώπων μεγάλωνε, όχι μόνο για τον θάνατο του Παλαμά, αλλά και το αργό σβήσιμο ενός λαού.

Και σε άλλο σημείο σημειώνει ο Κωσταντίνος Τσάτσος <<Τι έγινε ακριβώς στον τάφο δεν είδα. Δεν μπόρεσα να πλησιάσω. Είδα πως γίνονταν κατάθεση στεφάνων, πως κατάθεσαν στεφάνια και κάτι ξένοι. Μόλις όμως συνέβηκε αυτό διά μιας από διάφορες πλευρές ακούγεται ο Εθνικός μας Ύμνος. Φαίνεται πως ο Κατσίμπαλης με την Ιωάννα άρχισαν πρώτοι. Πρώτα δειλά, ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε “Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος

Η μια φωνή γίνεται πέντε, δέκα, χιλιάδες…

Ένας γλυκός, συμπαγής ύμνος τύλιξε την Αθήνα. Οι κατακτητές σαστίζουν, η απελπισία των Αθηναίων για μια στιγμή, γίνεται ελπίδα. Εκείνη τη στιγμή, η ελληνική ψυχή που τόσο ύμνησε ο Παλαμάς τον αποχαιρέτησε, δείχνοντας το μεγαλείο της και επιβεβαιώνοντας τον.

Δονείται η χώρα από πύρινον ενθουσιασμό. Τα λόγια του ποιητή αντηχούν στ΄ αυτιά του κόσμου...

<<Μη φοβηθείς το χαλασμό . Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα...για πόλεμο , για μάτωμα για την καινούργια γέννα...>> .

Κι όταν, ύστερα από το ποίημα που απήγγειλε ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, ξεχήθηκε κι αντήχησε η βροντερή φωνή του άλλου μεγάλου μας ποιητή Άγγελου Σικελιανού, που ξεπροβοδούσε το Μεγάλο νεκρό στο στερνό του ταξίδι

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα ! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;


 Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει…
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.

Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἠράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,

ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
τῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Ο κόσμος που άκουγε είχε βουβαθεί, ο Γερμανός που αντιπροσώπευε τη χώρα του ταράχθηκε.

Και για μια στιγμή όλος ο κόσμος που συνόδευε τον ποιητή του στο τελευταίο του ταξίδι γονάτισε μπροστά στο νιόσκαφτο τάφο του κι απ’ όλα τα στήθια ξεχύθηκε, μυριόστομη η ιαχή, Ο ΥΜΝΟΣ Της ΕΛΕΥΕΘΡΙΑΣ.

«ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ…»


Ο λαός είχε συναίσθηση της μεγάλης στιγμής.

Καταλάβαινε ότι σ’ εκείνο το μικρό φέρετρο, που έκλεινε τον θεόψηλο Νεκρό του ακουμπούσε «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ».

Κήδευε έναν «ζωντανό» και προσδοκούσε «ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ» τη ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΤΟΥ.


 ΣΗΜΕΡΑ



Αυτά τα λόγια του Σικελιανού πρέπει να πάρουν σάρκα και οστά. Δεν πάει άλλο πια… Τα ανδρείκελα της χρηματιστηριακής Πανούκλας μας εκτελούν αδίστακτα, μας αφανίζουν ως κοινωνική και εθνική οντότητα, ως λαό, ως ανθρώπινη ύπαρξη.

Μας λεηλατούν αναίσχυντα, μας πίνουν το αίμα, σαν βρικόλακες, μας φτωχαίνουν και μας θανατώνουν ΑΔΙΣΤΑΚΤΑ και μας λένε ότι για να διασωθείτε πρέπει να υπογράψτε και την τελευταία απόφαση της εκτέλεσής σας !!!!

Τώρα, δηλαδή, στο φέρετρο Ελλάς μας διατάζουν, με ξετσιπωσιά και μοχθηρή αυθάδεια αφηνιασμένη, να πληρώσουμε και τα έξοδα της κηδείας μας …;

ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ …

Δεν υπάρχει, πλέον άλλος δρόμος παρά μόνο ένας: Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ!!!

ΟΛΟΙ στους δρόμους… Να γίνει η ΟΡΓΗ μας ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ δύναμη και να σπάσει τις «αγκύλες» της υποταγής μας στη δικτατορική τους «νομιμότητα»

Σημαία μας το άρθρο 120 του Συντάγματος μας:


1. Tο Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την E΄ Aναθεωρητική Bουλή των Eλλήνων, υπογράφεται από τον Πρόεδρό της, δημοσιεύεται από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως, με διάταγμα που προσυπογράφεται από το Yπουργικό Συμβούλιο και αρχίζει να ισχύει από τις ένδεκα Iουνίου 1975.


2. O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Eλλήνων.


3. O σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος.


4. H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Eλλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.»

Αλλά και τα λόγια του Ρήγα Φεραίου:

«Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’ αρπάξη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ’ όλα τα δίκαια του και το πλέον απαραίτητον απ’ όλα τα χρέη του».




Δεν υπάρχουν σχόλια: