Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Ο Στρατηγός (Μακρυγιάννης)


(Στην διάρκεια ενός από τους εμφυλίους πολέμους που συντάραξαν την Ελλάδα κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό της αγώνα, ο Μακρυγιάννης πήγε στην Αθήνα, με σκοπό να συμβιβάσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Φτάνοντας, θέλησε να πιει έναν καφέ και μπήκε σε κάποιο καφενείο που σύχναζαν κυβερνητικοί αξιωματικοί.)

Καθώς τους είδα να σκουντάνε αδέξια τις μπάλες του μπιλιάρδου,
να γελάνε, να πειράζουν ο ένας τον άλλο με κινήσεις δανεικές,
χοντροκομμένες και χοντροραμμένες στο χρυσάφι της στολής τους,
μου ανέβηκε μέχρι το στόμα ο θυμός που ετοιμάσαμε για πατρίδα,
κι είπα να κλάψω ή να σκοτώσω. Τέτοια κατάντια το ίδιο κάνει.
Αλλά η αλήθεια είναι γυμνή
σαν πέτρα καταπάνω σε αγύριστο κεφάλι.
Αυτός που δεν μπορεί να κάνει το καλό
είναι λίγος και μικρός για το κακό.
Ο προκομμένος πρέπει να φωνάζει σαν προκομμένος
κι ο άτιμος σαν άτιμος να σκούζει.

Εκεί μέσα ήταν ζεστά˙ το φως μεθυσμένο σκουντουφλούσε
πάνω στα ποτήρια και ζητούσε
τον ύπνο του στην λίγδα των τραπεζιών.
Ο ιδρώτας μύριζε σκόνη, η σκόνη καβαλίνα κι η καβαλίνα ιδρώτα.
Οι φωνές κρατούσαν όσο ένα ύπουλο λαχάνιασμα
που ξεφεύγει την λεπίδα του πνιγμού την τελευταία στιγμή.
Μόνο η κόρη του καφετζή ανοιγόκλεινε τα ρουθούνια της,
ανασαίνοντας με τριχωτή χαρά όσον άντρα δεν ανάσαναν
όλα τα θηλυκά της ράτσας της, τόσα χρόνια κατάξινου ύπνου.

Έξω έβρεχε στρωτά και κοφτερά.
Η λάσπη σερνότανε στον δρόμο
και δοκίμαζε με χέρια πρόστυχα τις πόρτες.
Αν μπορούσε θα με κύκλωνε, εδώ μέσα, στα ζεστά
και θα ζητούσε πίσω ό,τι κατάφερα να έχω
απ’ την ξυπόλητη αλήθεια της, εκεί έξω.
Ναί˙ αλλά τώρα με μάλλινα διατάγματα και δερμάτινες αιτήσεις.

Εγώ την αλήθεια γυμνή την έμαθα, γυμνή την ξέρω κι ας ζαλίζει.
Ήμασταν φτωχοί και γίναμε φτωχότεροι.
Κατοικούσαμε σπήλαια και γυμνωθήκαμε
και γίναμε η παραλυσία του κόσμου.
Όταν το καλυβάκι σου αρχίζει να γίνεται σπίτι
απ’ τα καινούργια κατσαρόλια,
πρέπει το πεύκο της αυλής να φοβάται τα κλαδιά του,
η θάλασσα να φοβάται την αλμύρα της.
(Τι κι αν το φως μας δείχνει όπως πάντα τον καθημερινό δρόμο;
Μπορεί να φτάσει όπου φτάνει η καρδιά μας,
χωρίς ελπίδα γυρισμού;
Και τότε θα λέγεται φως, αλλιώς θα ’ναι κουρέλι και παλιοψαθί,
βάρος της γης, βάρος δικό μας.)

Εγώ έφτιαξα ένα τουφέκι ασημένιο και πιστόλες
κι έδωσα μια στην καρδιά μου, να φτάσει
όπου η αγανάκτηση της θα έβρισκε πατρίδα.
Σαν άνθρωπος μπορούσα να πεθάνω, σαν άνθρωπος θα πέθαινα˙
του κεφαλιού μου θάνατο: αυτό το λίγο, λίγο δικό μου.
Πέτρες μου πέταξαν πολλές κι ακαθαρσίες και βρισιές
και μαύρο σκοτάδι απ’ αυτό που τρέφουν
μες στην εμφύλια ψυχή τους οι άνθρωποι,
αλλά στο μαύρο χώμα του βουνού
με ξύπνησε πρώτη φορά η μάνα μου.
Είδα το δέντρο να ζηλεύει το φως μέχρι το τελευταίο φύλλο
κι εκεί κοιμήθηκα την αγρύπνια των πληγών μου:
μια συμμαχία δροσιάς μέχρι να βγει ο πόλεμος που νόμισα ζωή.
(Τότε φωτίζεται κι ο αμαθής:
όταν αντέξει το τζιτζίκι να παλεύει με το γυαλί της φωνής του˙
μεσημέρι, το πεύκο να κρατάει μιαν ανάσα γεμάτη κατάρτια
κι ούτε ένα χάραγμα πουλί στο γαλάζιο της ανατολής.) Να πατρίδα!

Καθώς τους είδα να σκουντάνε αδέξια τις μπάλες του μπιλιάρδου,
να γελάνε, να πειράζουν ο ένας τον άλλο, με κινήσεις δανεικές,
χοντροκομμένες και χοντροραμμένες στο χρυσάφι της στολής τους,
μου ανέβηκε μέχρι το στόμα ο θυμός που ετοιμάσαμε για πατρίδα.
Αλλά η αλήθεια είναι γυμνή
σαν πέτρα καταπάνω σε αγύριστο κεφάλι.
Αυτός που δεν μπορεί να κάνει το καλό
είναι λίγος και μικρός για το κακό.
«Δώστε ένα πόντζι του στρατηγού Μακρυγιάννη
που δεν είναι απ’ αυτούς τους προδότες».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μας το εστειλε ο ΜΙΜΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: