Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Ραγδαία αύξηση της παιδικής φτώχειας στα χρόνια της κρίσης

Το ποσοστό παιδικής φτώχειας από το 20,7% το 2009 εκτινάχθηκε στο 55,1% το 2014


H ετήσια έκθεση της UNICEF με θέμα «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2017» μετράει συγκριτικά τα στατιστικά στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ, Eurostat) σχετικά με τη διακύμανση της παιδικής φτώχειας από το 2009 έως το 2015 και δείχνει ότι αυτή εκτινάχτηκε στα πρώτα πέντε χρόνια της κρίσης, με αποτέλεσμα να μετράμε το 2015 μισό εκατομμύριο παιδιά στη χώρα που ζουν σε φτωχές οικογένειες, με τάση περαιτέρω αύξησης τα επόμενα χρόνια. ........
Το ποσοστό σχετικής παιδικής φτώχειας το 2014 φτάνει το 26,6%, από 23% που ήταν το 2009. Ομως, αυτός ο δείκτης της σχετικής φτώχειας δεν αποτυπώνει καθαρά την πραγματικότητα, καθώς η μείωση των εισοδημάτων από το 2009 μειώνει και το εκάστοτε όριο σχετικής φτώχειας (που ορίζεται ως το 60% του διάμεσου εισοδήματος των ατόμων της χώρας).
Ετσι, στην έκθεση γίνεται και μέτρηση με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας (αυτό του 2007), όπου αποτυπώνεται πως με βάση αυτό το όριο, το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 20,7% το 2009, εκτινάσσεται στο 55,1% το 2014! «Αυτό σημαίνει ότι το 2014 το 55,1% των παιδιών της χώρας είχε συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές που είχε το 20,7% των παιδιών το 2009», σημειώνεται εύλογα στην έκθεση.
Για να γίνουν πιο κατανοητές κάποιες πλευρές αυτών των συνθηκών διαβίωσης, παράλληλα με το δείκτη της φτώχειας, στην έκθεση χρησιμοποιείται και ο δείκτης της αποστέρησης. Συγκεκριμένα, «ένα παιδί βιώνει αποστέρηση αν ζει σε νοικοκυριό που αδυνατεί να ικανοποιήσει 3 από τις 9 βασικές ανάγκες (συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες) που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των ατόμων», ενώ σε ακραία αποστέρηση είναι τα νοικοκυριά που αδυνατούν να ικανοποιήσουν 4 από τις 9 αυτές ανάγκες. Ανάμεσα στις ανάγκες που εξετάζονται ξεχωρίζουμε:
  • Αποπληρωμή πάγιων λογαριασμών: Το 2009 το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούσαν να τους αποπληρώσουν ήταν 33,9%, ενώ το 2015 αυτό το ποσοστό έφτασε στο 58,5%.
  • Εξασφάλιση επαρκούς θέρμανσης στο σπίτι: Το 2009 το 17,3% των νοικοκυριών δεν μπορούσαν να την εξασφαλίσουν, ενώ το 2015 το 29,6% δεν μπορούσαν να την εξασφαλίσουν.
  • Αντιμετώπιση έκτακτων αλλά αναγκαίων δαπανών: Το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε τέτοιες ανάγκες, από 25,8% το 2009 εκτινάσσεται σε 54,4% το 2015.
  • Μία βδομάδα διακοπές το χρόνο: Από το 2009 ακόμα ήταν υψηλό το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε μια βδομάδα διακοπών και έφτανε στο 43,6%, αλλά μέχρι το 2015 ανέβηκε κι άλλο κι έφτασε στο 55,8%.
  • Γεύμα με ψάρι ή κρέας κάθε δεύτερη μέρα: Εδώ το ποσοστό σχεδόν διπλασιάστηκε και από 8,8% που ήταν το 2009 το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούσαν να έχουν τέτοια γεύματα, έφτασε το 2015 να είναι 16,6%.
Οι υπόλοιπες από τις 9 ανάγκες που εξετάζονται για τη μέτρηση του δείκτη της αποστέρησης είναι η κατοχή τηλεφώνου, κατοχή έγχρωμης τηλεόρασης και κατοχή πλυντηρίου, όπου τα ποσοστά των νοικοκυριών που δεν έχουν ήταν και παραμένουν μικρότερα της μίας ποσοστιαίας μονάδας, καθώς και η κατοχή αυτοκινήτου, ανάγκη που το 2009 δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το 6,3% των νοικοκυριών και το 2015 δεν μπορούσε το 8,8% των νοικοκυριών.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι η παιδική αποστέρηση στην Ελλάδα φτάνει σε ποσοστό 45% και η ακραία αποστέρηση σε ποσοστό 22,2%. Πρόκειται για τα μεγαλύτερα ποσοστά στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος της παιδικής αποστέρησης είναι 17% και της ακραίας αποστέρησης 8,1%, ενώ τα ποσοστά που σημειώνει η Ιταλία (που έρχεται δεύτερη στην ΕΕ μετά την Ελλάδα σε αυτούς τους δείκτες) είναι 24,6% στην παιδική αποστέρηση και 11,5% στην ακραία αποστέρηση, δηλαδή σχεδόν μισά από τα ποσοστά της Ελλάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: