Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Παροιμιώδεις φράσεις και το νόημά τους


                                                  (συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον. δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»

ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν' απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».

ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία.
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τις παροιμίες μας τις έστειλε ο "ΜΙΜΗΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: