«Το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού», αναφέρει η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Η ψαλίδα χρόνο με το χρόνο ανοίγει, καθώς «το 2008 με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2007 ανήλθε σε 5,9 και το 2010 με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2009 ανήλθε σε 5,6», γεγονός που αποδεικνύει πως στα χρόνια της κρίσης δεν χάνουν όλοι, αλλά χάνουν οι λαϊκές οικογένειες.
Τα στοιχεία δείχνουν ακόμα πως «η οικονομική ανισότητα για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται στο 4,5, στο ίδιο επίπεδο με το 2011, ενώ για τα άτομα κάτω των 65 ετών αυξήθηκε στο 7,4 από 6,3 το 2011».
Επίσης για καλύτερη καταγραφή της οικονομικής ανισότητας χρησιμοποιείται συμπληρωματικά ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini), ο οποίος «κυμάνθηκε το 2012 σε 34,3%. Αυτό σημαίνει ότι αν πάρουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 34,3% του μέσου εισοδήματος. Το 2011 ο συντελεστής Gini ήταν 33,6%, συνεπώς το 2012 έχουμε αύξηση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες», ενώ σε «σύγκριση με το 2008, η συνολική ανισότητα αυξήθηκε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες και σε σύγκριση με το 2010, η συνολική ανισότητα αυξήθηκε κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες».
Η Ελλάδα είναι η δεύτερη χειρότερη πίσω από την Ισπανία που έχει τα υψηλότερα ποσοστά στους δύο δείκτες, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζει η Νορβηγία.