Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Χορτιάτης: Το Ολοκαύτωμα (2-9-1944)


«Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης, και ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή», γράφει στο ποίημά του «Θεσσαλονίκη ΙΙ» ο Νίκος Καββαδίας. 

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα. Να θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.

Το πρωί της 2-9-1944, μέρα Σάββατο μια ενέδρα που στήθηκε στο ρωμαϊκό υδραγωγείο Καμάρα από μια μικρή ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον Βάιο Ρικούδη υπήρξε η αφορμή, που τόσο καιρό περίμεναν οι Ναζί και οι συνεργάτες τους για να καταστρέψουν το χωριό. Στη σύντομη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ένα υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης, ένας Γερμανός γιατρός και τραυματίστηκε ένας στρατιώτης ο οποίος μ’ έναν τρίτο Γερμανό έφυγαν προς το Ασβεστοχώρι και ανέφεραν το επεισόδιο.
Το μεσημέρι οι αντάρτες αποσύρονται στην κατασκήνωση των Προσκόπων με το λόχο του Καπετάν Φλουριά (Αντώνη Καζάκου).
Το απομεσήμερο ανηφορίζει προς το χωριό μια γερμανική φάλαγγα από 32 αυτοκίνητα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι, που με σφιγμένη την ψυχή περίμεναν αντίποινα από τους Γερμανούς, μόλις βλέπουν τη φάλαγγα, νιώθουν τον θάνατο να πλησιάζει και φεύγουν από το χωριό για να κρυφτούν στο βουνό.
Η γερμανική φάλαγγα μπαίνει στο χωριό με πυροβολισμούς. Σκορπώντας τον φόβο, τον τρόμο και τον θάνατο.
Από τα αυτοκίνητα πετιούνται τα αιμοβόρα θηρία του Σούμπερ και ο λόχος ταγματασφαλιτών-φασιστών με επικεφαλής τους Καπετανάκη, Γερμανάκη και Περηφανάκη.
Ξεχύνονται στους δρόμους του χωριού και φωνάζουν τους  κατοίκους να μαζευτούν στη πλατεία καθησυχάζοντας τους ότι δεν θα πάθουν τίποτε.
Όμως δεν μένουν ευχαριστημένοι από τη συγκέντρωση και κάνουν έρευνα στα σπίτια σέρνοντας μαζί γέρους, μάνες με βρέφη και σκοτώνοντας όσους δεν μπορούσαν να περπατήσουν.
Στις παρυφές του βουνού οι ταγματασφαλίτες παριστάνοντας τους αντάρτες, σκοτώνουν εν ψυχρώ όσους βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και ασχημονούν και ασελγούν σε βάρος τους.
Ο Σούμπερ συγκεντρώνει τον κόσμο στην πλατεία και στο «ΚΗΠΟΣ» εξοχικό του Προέδρου της Κοινότητας Χρήστου Μπατάτσιου και ανακρίνει τους κατοίκους για το πρωινό επεισόδιο.
Δεν ικανοποιείται από τις εξηγήσεις και βάζει μπρος τα βασανιστήρια. Μάταια ο Παπα-Δημήτρης Τομάρας και ο πρόεδρος προσπαθούν για να μεσολαβήσουν για να σώσουν τον κόσμο.

Πρώτος σκοτώθηκε ο γενναίος λευίτης και Μακεδονομάχος αφού πρώτα αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τον απάνθρωπο βασανισμό και την ατίμωση των δυο θυγατέρων του.
Ακολούθησε ο πρόεδρος Χρήστος Μπατάτσιος και η οικογένεια του. Το χωριό γεμίζει πτώματα.
Η αρχή για τον μακάβριο χορό του θανάτου είχε γίνει. Ο λοχίας Σούμπερ διατάζει τον αφανισμό των κατοίκων. Δυο πομπές ζωντανών-νεκρών ξεκινούν. Η πρώτη από την πλατεία του χωριού στο φούρνο της οικογένειας Νταμπούδη. Η δεύτερη από το κέντρο «ΚΗΠΟΣ» στο φούρνο της οικογένειας Γκουραμάνη. Τα ζωντανά κορμιά σωρεύονται κι ύστερα από λίγο μετατρέπονται σε στάχτη από τις φλόγες της εμπρηστικής σκόνης και των φλογοβόλων.
Στιγμές απερίγραπτης φρίκης που μόνο στα κρεματόρια του Άουσβιτς, του Νταχάου και του Μάιντανε συνέβησαν. Λεηλατείται και καίγεται ολόκληρο το χωριό.
Οι φλόγες έκαψαν πάνω από 300 σπίτια, το κοινοτικό καφενείο και το ξενοδοχείο. 149 άτομα νέοι, γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά βρήκαν τραγικό θάνατο.

Τραγικός απολογισμός: Ξεκλήρισμα

(Αποσπάσματα από τεύχη της εφημερίδας «ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ 570»




ΜΝΗΜΗΣ ΑΝΑΚΡΟΥΣΗ
Απόμακρος πόνος
Σχεδόν χαμένος στην ομίχλη,
κι όμως η ανάκρουση του κάθε
 2 του Σεπτέμβρη από την αργόηχη
τ’Αη-Γιώργη καμπάνα 
ξαναματώνει του πόνου τις ουλές,
 κι όλο το χωριό με το κεφάλι
 κατεβασμένο
στην ανοξείδωτη μνήμη
συνάζεται μπροστά στη Ηρώο
της πλατείας
για το ετήσιο προσκλητήριο
 των νεκρών.

Όνειρα που δεν πρόφτασαν
να ζήσουν,
αγάπες που η ζωή δεν έστερξε
 να γεννηθούν,
ελπίδες που δεν μπόρεσαν
ν’ ανθίσουν,
 κείτονται αποκαϊδια
της θανατερής φωτιάς του 1944
 εδώ στο Μνημείο του Πόνου,
εδώ όπου ζωσμένοι στις φλόγες
από τότε οι 149 αδικοχαμένοι
 του χωριού
σπαράζουν και με φρίκη διηγούνται

Ω, του ολοκαυτώματος μέρα,
 βαθύς κι άμετρος πόνος
τ’ απόσταγμά σου,
 καημού πλημμύρα η μνήμη σου
κι ο βόγκος σου παγκόσμια οιμωγή.

Ήλιε που ζεσταίνεις
και μερεύεις
των ανθρώπων τις ψυχές,
κάνε να νικήσει επιτέλους
 στον κόσμο η αγάπη,
κάνε γι αυτούς που θα ‘ρθουν
 περιβόλι ειρήνης κι αγάπης τη γη.

Τάσος Λαζαρίδης 6/8/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: