Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Την γλώτταν μου έδωκαν .....Γαλατσιάνκην

Συνεχίζουμε τις Γαλατσιάνκις λέξεις  (Πηγή μας η εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ" (αρ.φυλ. 21/ΜΑΡΤΙΟΣ 1998) της ΚΑΤΙΝΑΣ ΚΟΥΜΠΟΤΗ - ΜΑΤΣΟΥΚΗ 

Τις παρουσιάζουμε και εδώ, μετά από 20 κοντά χρόνια, γιατί παρατηρούμε πως η ντοπιολαλιά μας χάνετε σιγά σιγά με τις νέες ορολογίες της σημερινής νεολαίας. Εμείς θα τις κρένουμε και ας μας λένε ό,τι θέλουν. Ο τίτλος που βάζουμε είναι από τον τίτλο που παρουσίαζε τότε η εφημερίδα τις λέξεις.
 προηγούμενες λέξεις : ΕΔΩ

κουκώνα = γυναίκα της πόλης, αστή.
κουλάζουμι = αμαρτάνω.
κουλαντρίζου = μεταχειρίζομαι συχνά.
κουλουρίζια = τα παράριζα.
κουλουσίρτσ = τσουλίθρα.
κουμάντου = φροντίδα, προκοπή.
κουνιαρίζ = χάλασε τη νηστεία.
κουνιάρς = που δεν νηστεύει.
κουνουσμάς = γνωριμία, σχέσεις.
κουντλώ = χάνω τη ισορροπία μου (απ’ του πουλύ του μυθύσ’ κουτλούντας ήρτι σπίτ’)
κουντό = είδος κοντής ζακέτας.
κουπάνα = ξύλινη σκάφη.
κουπαράν = είδος παλτού.
κουπρίτσ = οκνός, τεμπέλης.
κουρατζίν = μαύρα σκάμνα.
κούρβλου (το) = ο κορμός του κλήματος.
κουρουφέξαλα = ανόητες φήμες.
κουρπάτσ = μαστίγιο.
κουρταλώ = χτυπώ την πόρτα (μι τ’ κρικέλα).
κουσιά = πλεξούδα.
κουσιάφ = κομπόστα.
κουσούρια = ελαττώματα.
κούτκας = το πίσω μέρος του κεφαλιού.
κούτλους = ξύλινος κουβάς, μέτρο σιταριού κλπ.
κούτμανους = χοντροκομμένος.
κούτου = το σκυλί στη νηπιακή ηλικία.
κούτρα = το μέτωπο.
κουτρουλή στάμνα = στουγγιλιμέν’ στάμνα.
κουτρουλό = κάτι που έσπασε το χερούλι και έμεινε στογγυλή.
κουτρουτσούκαλα = παλιά οικιακά σκεύη.
κουτσιάν= ο μίσχος του λουλουδιού.
κουτσούμπαρους κι μαμούκαρους = φόβος μικρών παιδιών.
κρατούνα = είδος κολοκύθας., το κεφάλι κοροϊδευτικά.
κρίνα = τενεκεδένια ζαχαριέρα και καφετιέρα μαζί.
κριτσμάς = το δείπνο μετά το τέλος του θερισμού.
κριτσιανίζου = τρώω κάτι σκληρό.

Συνεχίζουμε με λέξεις που μας έχει στείλει ο συμπατριώτης μας Κουρατζίνος Αθανάσιος
 λβακώθκα = παρέλισα, εξαντλήθηκα
μακδωνίς = μαϊντανός
μανιά = γιαγιά
μιζίτια = μικρές λίρες
μπαϊά = μπόλικο
μπασιάρτσι = πέτυχε
μπατχαβά = τζιάμπα
μπήτσι = τελείωσε
μπιξής = αγροφύλακας
μπιρικιέτ = ευτυχώς επέδωσε κάτι
μπρουμούτσι = έσκυψε
νουντάς = μικρότερο δωμάτιο
νταβάς = βαθύ ταψί
νταγιαντώ = ακουμπώ
 σίρε σιακεί = πήγαινε προς τα εκεί.
ντερλίκουσι = έφαγε του σκασμό τ’ = έφαγε πάρα πολύ
ντιβερλίγκες = χαζουμάρες
ντουγραματζής = ειδικός μαραγκός σε εκκλησιαστικά είδη
νυρτσώθκι = σήκωσε ψηλά το κεφάλι
ξιασίρτσι = μετακινήθηκε
ξπάσκα = τρόμαξα
όρνυθα = κότα
ούλνοι = όλοι
παέν = πηγαίνουν
πάϊνη = πήγαινε
πασβάντς = νυχτοφύλακας
παχν = η πρωινή δροσιά που μοιάζει με χιόνι
πιρδικλώθκει = μπερδεύτηκε
πιρουστιά = τρίγωνη βάση που βάζουν επάνω την κατσαρόλα
πιτνός = πετεινός
πιχνίδια = τα μουσικά όργανα
πλεβρήμ  = το πλευρό μου
πνακουτί  = σκάφη που βάζουν τα ψωμιά
προυχίμ = φθινόπωρο
προυχούνς = πολύ λαίμαργος


Δεν υπάρχουν σχόλια: