Από την Εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ" (Αρ.φυλ.14)
Η σύνταξη της εφημερίδας αισθάνεται την
υποχρέωση να ευχαριστήσει δημόσια την κ. ΚΑΤΙΝΑ ΚΟΥΜΠΟΤΗ - ΜΑΤΣΟΥΚΗ για την
προσπάθειά της να καταγράψει την ....γλώτταν μας, αλλά και για την ευγενή
χειρονομία της να μας παραχωρήσει την εργασία της αυτή.
αβέρτα = συνέχεια ανοιχτά, ελεύθερα.
άβνταλ   =  η απρόσεχτη.
άβνταλος   = ο απρόσεχτος.
*αβταλουσύν =  η απροσεξιά (απ’ τν αβταλουσύνη τ’,
γκριμουτσακίσκι κι                                   έφαγι
τα μούτρ’ τ’)
άγαρμπους   = ο άκομψος.
αγαστέρα =  το μπουκάλι.
(φέρει μαρί τν αγαστέρα μι του λάδ’)
αγιάζ (το) = το πρωινό κρυό. (τουν έφαγι τ’ αγιάζ’ )
αγκαστρουμέν (η) =  η έγκυος. (είνι ή μι φαίνιτι μαρί γκαστρουμένην
η                                        Λέν’)
αγγειά (τα) = τα δοχεία. (για τράβα καθάρσι τ’ αγγειά
γαιτί πρέπ’ να βάλουμι μέσα ρακί)
άγκουνας   = ο αγκώνας.
αγκουρίδα = η άγουρη ρόγα από το σταφύλι.
αγλέφαρους   = το μέτωπο της
κεφαλής.(ά ούλα κι ούλα τουν αγλέφαρου                      τον
θέλω καθαρό)
αγουστέρα =  η 
σαύρα.
αγριντιά =  ο κορμός δέντρου
που στήριζε τη στέγη. (τουν κρέμασι                                  ανάποδα
απ’ τν αγριντιά γιατί δεν κάταν καλά)
αδειάζου = ευκαιρώ. (Αμα αδειάσ’ έλα που συ θέλω)
αδιάνιτ = σε αφασία.
άκλουθου ή ακλούθ’ = το ύστερο της λεχώνας.
άκουμπέτ = πράγματι, πάνω στην ώρα του.
αλ’ βουλά = άλλη φορά. (αλ βουλά να μη του
ξανακάνεις αυτό)
άλαλα - μπούλαλα = άνω - κάτω, ανάκατα.
αλαμπουρνέζκα (τα) = τα ασυνάρτητα λόγια.(τί αλαμπουρνέζκα
μας                                                      τσαμπουνάει πάλι αυτός;)
αλαρίσμινις   = ανεπιθύμητες
επισκέψεις γυναικών.
αλατζιάς =    ρούχο αντρικό 
πάνω από το πουκάμισο. 
αλαφαντόν = αναφανδόν, όλα στη φόρα.
αλαφρουμπαλάντζα = η επιπόλαιη.
αλικάν = γεωργικό εργαλείο αλωνισμού.
αλισβιρίς (το) =  η δοσοληψία. 
(να κόψ’ τ’ αλισβισρίσια μ’ αυτόν γιατί δεν                                   είναι καλός ανθρωπος)
αλτσιάς   = το πέταλο του
αλόγου.
αμανέτ (το) = το ενέχυρο.( αμα χρειαστεί ακόμα και
τουν κήπο θα βάλουμε                    αμανέτ
για να του σπουδάσουμι του πιδί)
αμάχ(ι) (το) = το μίσος. (απου τότε που τον χτύπση
αμάχι τουν έχ’)
αμπούλα = μπάλα από χιόνι.
ανγκαίους  = το  αποχωρητήριο.(βλέπε και αχαλές, απόπατους)
ανάμ = το αναπάντεχο, το θαύμα.(τι αναμ ήταν μαρί πάλι μ,ι τούτου)
ανιγκάζου = σκαλίζω τη φωτιά. (ανέγκασι τ΄φωτιά
γιατί θα σβήσ΄)
ανικούκουρδα = με λυγισμένα γόνατα.(αμα δεν έχ’
καρέκλα, κάτσι                                             ανικούκουρδα)
ανιμουσουσούρσμα (το) =  ο δυνατός αέρας που σηκώνει το χιόνι.
ανισκουμπώθκα = μάζεψα τα μανίκια για δουλειά.
(ανισκουμπώσ’ κι πιάσι                                του
θκέλ’)
ανιτσούμσα = συνήλθα, δυνάμωσα. (ανιτσούμσι σα
τράβξει δυο ρακιά)
αντέτ (το) = το έθιμο. (αντέτ τν έχουμι τ’ καμήλα
στου χουριό)
αντιρούμι = διστάζω, σιχαίνομαι.
απάνσζ = επάνω στην ώρα.
απλουγιούμι = απαντώ. (γιατί ρε δεν απλουγιέσι που σι
φουνάζω)
απόπατους  = το  αποχωρητήριο.
απόρξει = απέβαλε το έμβρυο.
απουλιάνα =  το ανοιχτό μέρος,
αλάνα. 
απουλνώ = αφήνω ελεύθερο. (απόλνια τα πράματα να
πα να βουσκήσν’)
αραντσές   = είδος φαγητού με
αλεύρι.
αραρούτ (το) = φαγητό για βρέφη με νισετέ.
αρβάνα =   η χοντρή και μάλλινη
κουβέρτα με κρόσια, βελέντζα, φλοκάτη.
αρνίθια (τα) = οι όρνιθες, κότες.
αρτύθκα = δεν νήστεψα.
άσουτου = πάρα πολύ, ατελείωτο.
αστάρ (το) =  η φόδρα.
αστόϊσα = ξέχασα. (πάλι  αστόϊσις να 
μι φέρς του τσγιάπ’)
αστρέχα = η προεξοχή στέγης.
αστρέχα = η προεξοχή στέγης.
αφιντάκους   = ο πατέρας.
αφκριούμι = κρυφακούω. (άμα χούι κι αυτό ν’
αφκριέσι συνέχεια)
αφλάδα = φύλλο βιβλίου. (πάλι τν αφλάδα έκουψις
να τλίξ’ τα ψάρια;)
αχαλές   = το αποχωρητήριο.
αχαμνουσύν =  η αδιαθεσία.
(τράβα φωνάξι του γιατρό γιατί έχου μια                             αχαμνουσύν
στου στουμάχ’)
αχμάκς   = ο βλάκας. (τέτοις
αχμάκς που είναι προυκουπή γυρεύς;)
αχταρμάς   = ανακατεμένα,
διάφορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου