Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Την γλώτταν μου έδωκαν .....Γαλατσιάνκην

Συνεχίζουμε τις Γαλατσιάνκις λέξεις που μας είχε δώσει η κ. Κατίνα Κουμποτή - Ματσούκη, από το αρχείο μας πλέον, μια και η εφημερίδα "ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ",   όπου παρουσιάζονταν οι λέξεις, μετά το 25 φύλλο, σταμάτησε την έκδοση της.

Θα συνεχίσουμε να τις παρουσιάζουμε , γιατί παρατηρούμε πως η ντοπιολαλιά μας χάνετε σιγά σιγά με τις νέες ορολογίες της σημερινής νεολαίας. Εμείς θα τις κρένουμι και ας μας λένε ό,τι θέλουν. Ο τίτλος που βάζουμε είναι από τον τίτλο που παρουσίαζε τότε η εφημερίδα τις λέξεις.
Προηγούμενες λέξεις  και ΕΔΩ

τλιγάδ = εργαλείο που τυλίγουν την κλωστή. Από τη μια μεριά είχε διχάλα, από την άλλη μπηγμέμο ξύλο και τυλιζόταν η κλωστή που στη συνέχεια την περνούσαν στην ανέμη για να τη μασουρίσουν.
τλουπάν = άσπρο γυναικείο κεφαλομάντυλο. Συνήθως τυλίγαν όλο το κεφάλι και το πρόσωπο και άφηναν ανοιχτά μόνο τα μάτια για να προφυλάσονταν από τον ήλιο,
τλούπις = μεγάλες νυφάδες χιονιού.
τνάζου τν  τραχλιάμ = αποδοκιμάζω.
Τνάλ(ι) = μεθαύριο.
του χλιμούν κι του χλιπούτ = η σάρα και η μάρα.
τούμπου = το μπουρί της σόμπας
τουν μπουζούριασαν = τον έκλεισαν στο μπουντρούμι της αστυνομίας.
τράτους = περιθώριο.
τράχουμα = προίκα.
τρέδις = ασημένιες ψιλές κλωστές που έβαζαν στο πέτο οι καλεσμένοι σε γάμο.
τρικόξινα = ανοικοκύρευτη, βλέπε και σουκακού
τριυφαντάν = τα πρώτα φρούτα ή ζαρζαβατικά της εποχής.
τρουχαλιά = ξεροντόβαρο.
τσάκνα = ξερά κλαδιά για προσάναμα.
τσαλταριό = συκοίλια
τσαμπουλογώ = μαζεύω τα απομεινάρια από τα κλίματα μετά τον τρύγο.
τσαμπουλόϊ = το μάζεμα τον μικρών τσαμπιών σταφυλιού που έμειναν από τον τρύγο.
τσαμπούνα = σφυρίκτρα από τρυφερή καλαμιά.
τσέρνιασα = μούδιασα από το πολύ κρύο.
τσιαγλίζ = γκρινιάζει το σκυλί.
τσιακμάκ = αναπτήρας.
τσιακσίρ = είδος παντελονιού μαύρου χρώματος που το φορούσαν οι παππούδες.
τσιαλπούκου = πεταχτή.
τσιάλτσι = τρλλάθηκε.
τσιαμασίρ = πράγμα.
τσιαμούζκου και τσιάρκου = ζώο που κλωτσάει.
τσιαμούζου = πεταχτή.
τσιατ-πατ = έτσι κι έτσι, κάτι λίγο.
τσιόκους = καρούμπαλο.
τσιουρβάς = σούπα.
τσιτσόκρατους = ολόγυμνος.
τσκάρ = κορυφή, τοποθεσία.
τσλίμπουρδας = είδος σαρανταμποδαρούσας.
τσμούσα = φασκιά, ένα χοντρό κορδόνι που φάσκιοναν τα μωρά.
τσόλ(ι) = κουρέλι
τσουράκ = σκουλαρίκι.

τφάν = κακοκαιρία με πολύ χιόνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: