Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Την γλώτταν μου έδωκαν .....Γαλατσιάνκην

Συνεχίζουμε τις Γαλατσιάνκις λέξεις που μας είχε δώσει η κ. Κατίνα Κουμποτή - Ματσούκη, από το αρχείο μας πλέον, μια και η εφημερίδα "ΝΕΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΣ",   όπου παρουσιάζονταν οι λέξεις, μετά το 25 φύλλο, σταμάτησε την έκδοση της.

Θα συνεχίσουμε να τις παρουσιάζουμε , γιατί παρατηρούμε πως η ντοπιολαλιά μας χάνετε σιγά σιγά με τις νέες ορολογίες της σημερινής νεολαίας. Εμείς θα τις κρένουμι και ας μας λένε ό,τι θέλουν. Ο τίτλος που βάζουμε είναι από τον τίτλο που παρουσίαζε τότε η εφημερίδα τις λέξεις.
Προηγούμες λέξεις: ΕΔΩ
σίλτσι = φαγώθηκε από την πολλή χρήση.
σιντούκ = μπαούλο.
σιόνταρα = αντάμωσα τυχαίως.
σιρβέτα = το μαντήλι
σιρμαές = χρηματικό απόθεμα.
σκαλουθυρίδα = μικρή εσοχή στον τοίχο.
σκαμνιά και ασκαμνιά = μουριά.
σκαμπάζου = κουτσοξέρω.
σκαρβέλια = τα ξύλα του σαμαριού.
σκλώνω = στριμώχνω (τουν σκούλουσι στον τοίχο).
σκουλουμπώ = εμποδίζω.
σκουτίδα = σκοτεινά.
σκφούνια = μάλλινες πλεκτές κάλτσες.
σμάλους = μικρός θόρυβος.
σμαραγκούδ και σμαράγκ = παραγινωμένο  σύκο.
σμίθ ή χάσκου ή κουραμάνα = άσπρου ψωμί.
σνι  = μεγάλο ταψί.
σνιρίζω = δίνω σημασία.
σόμπουρους = παρέα και κουβεντολόϊ.
σουκακού = αυτή που γυρίζ’ τα σουκάκια η ανοικοκύρευτη.
σουλουμουτώ = μονολογώ.
σουμάλια = οι ψιλές τρίχες του σώματος, κυρίως πίσω στον σβέρκο.
σουπαντάς = ασυμάζευτος.
σουργούν = διώξιμο.
σουρέντζουλα = άσκοπες βόλτες.
σουρτούκου - σουρτουκλεμές = αυτή (ος) που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους.
σούσαλα = ξερά χόρτα.
σπάργουσι = γέμισε ο μαστός γάλα.
σπαρτσί = μάλλινο πανί που το χρησιμοποιούσαν για σφουγγάρι.
σταλαχίδα = ανησυχία.
στινου(ρού)δα = στενό ανάμεσα σε δύο σπίτια.
στιχτός = υπάλληλος, παραγιός.
στρέγου = συμφωνώ.
σφάχτς = δυνατός πόνος στα πλευρά

Δεν υπάρχουν σχόλια: